οὐρανοφοίτης
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
οὐρανοφοίτου, ὁ, walking in heaven, Hymn.Mag.2.(2).14, Suid. s.v. οὐρανοβάμονος, etc.
German (Pape)
[Seite 418] ὁ, = Folgdm, Suid. Erkl. von οὐρανοβάμων.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρᾰνοφοίτης: -ου, ὁ, ὁ περιπατῶν ἐν τῷ οὐρανῷ, οὐρανοβάμων, Γρηγ. Ναζ., Σουΐδ., κλ.
Spanish
Greek Monolingual
οὐρανοφοίτης, ὁ (ΑΜ)
αυτός που πορεύεται στον ουρανό, ουρανοβάμων («τοὺς οὐρανοφοίτας ἀποστόλους», Ευστ. Πον.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -φοίτης (< φοιτώ), πρβλ. ορειφοίτης.
Léxico de magia
ὁ que pasea por el cielo de Apolo-Helios χαῖρε, πυρὸς ταμία, ... ὑψικέλευθα, διιπετές, οὐρανοφοῖτα te saludo, administrador del fuego, que paseas por caminos elevados, que caes del cielo, que paseas por el cielo P II 89