Arimaspi: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (WoodhouseENELnames replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|georg=Arimaspī, ōrum, m. ([[Ἀριμασποί]]), eine in mythisches [[Dunkel]] gehüllte [[Völkerschaft]] im äußersten Nordosten (Szythien) der den Alten bekannten [[Welt]], [[Mela]] 2, 1, 2 (2. § 2. Frick Arimaspoe). Plin. 7, 10. Gell. 9, 4, 6. Prisc. perieg. 703 – Sing. Arimaspus kollektiv, Lucan. 7, 756. | |georg=Arimaspī, ōrum, m. ([[Ἀριμασποί]]), eine in mythisches [[Dunkel]] gehüllte [[Völkerschaft]] im äußersten Nordosten (Szythien) der den Alten bekannten [[Welt]], [[Mela]] 2, 1, 2 (2. § 2. Frick Arimaspoe). Plin. 7, 10. Gell. 9, 4, 6. Prisc. perieg. 703 – Sing. Arimaspus kollektiv, Lucan. 7, 756. | ||
}} | }} | ||
==Wikipedia EN== | |||
The [[Arimaspi]] (also [[Arimaspian]], [[Arimaspos]], [[Arimaspoi]], Ancient Greek: [[Ἀριμασπός]], [[Ἀριμασποί]]) were a legendary [[tribe]] of [[one-eyed]] people of northern [[Scythia]] who lived in the foothills of the [[Riphean]] Mountains, variously identified with the Ural Mountains or the Carpathians. All tales of their struggles with the gold-guarding griffins in the Hyperborean lands near the cave of Boreas, the North Wind (Geskleithron), had their origin in a lost work by Aristeas, reported in Herodotus. | |||
==Wikipedia EL== | |||
Οι Αριμασποί ήταν μυθικό έθνος Υπερβορείων και Σκυθικής προέλευσης. Οι Αριμασποί ήταν πολεμικοί, μονόφθαλμοι, ξανθοί, και είχαν τα μαλλιά τους δεμένα με χρυσάφι. Ο Διονύσιος ο Περιηγητής κατονομάζει τους Αριμασπούς ως πλούσιους και κατόχους κοιτασμάτων χρυσού. Οι γρύπες μάλιστα αναφέρει τρέφονταν με αυτό το χρυσό. Το όνομά τους όπως αναφέρει και ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, είναι σκυθικό και σημαίνει μονόφθαλμος. Έσωσαν το καράβι των Αργοναυτών από μια χειμερινή τρικυμία, γι' αυτό και αυτοί τους ονόμασαν ευεργέτες. Κατά μία άλλη εκδοχή, έσωσαν το στρατό του Κύρου από σίγουρο θάνατο λόγω έλλειψης τροφίμων. Ο Παυσανίας αναφέρεται στους Αριμασπούς στα «Ἀττικά» του. Σε μία από τις αναφορές του λέει ότι σε αυτούς περνάνε πρώτα τα θεία δώρα των Υπερβορείων, που τα μεταφέρουν στους Ισσηδόνες, μετά στους Σκύθες και από αυτούς στους Έλληνες. |
Revision as of 17:17, 14 November 2021
English > Greek (Woodhouse)
Ἀριμασποί, οἱ.
Latin > English (Lewis & Short)
Ărĭmaspi: ōrum, m., = Ἀριμασποί,
I a Scythian people in the north of Europe, Mel. 2, 1; Plin. 7, 2, 2, § 10; Gell. 9, 4, 6; sing., Luc. 7, 756; cf. Mann. Nord. pp. 143, 275.
Latin > German (Georges)
Arimaspī, ōrum, m. (Ἀριμασποί), eine in mythisches Dunkel gehüllte Völkerschaft im äußersten Nordosten (Szythien) der den Alten bekannten Welt, Mela 2, 1, 2 (2. § 2. Frick Arimaspoe). Plin. 7, 10. Gell. 9, 4, 6. Prisc. perieg. 703 – Sing. Arimaspus kollektiv, Lucan. 7, 756.
Wikipedia EN
The Arimaspi (also Arimaspian, Arimaspos, Arimaspoi, Ancient Greek: Ἀριμασπός, Ἀριμασποί) were a legendary tribe of one-eyed people of northern Scythia who lived in the foothills of the Riphean Mountains, variously identified with the Ural Mountains or the Carpathians. All tales of their struggles with the gold-guarding griffins in the Hyperborean lands near the cave of Boreas, the North Wind (Geskleithron), had their origin in a lost work by Aristeas, reported in Herodotus.
Wikipedia EL
Οι Αριμασποί ήταν μυθικό έθνος Υπερβορείων και Σκυθικής προέλευσης. Οι Αριμασποί ήταν πολεμικοί, μονόφθαλμοι, ξανθοί, και είχαν τα μαλλιά τους δεμένα με χρυσάφι. Ο Διονύσιος ο Περιηγητής κατονομάζει τους Αριμασπούς ως πλούσιους και κατόχους κοιτασμάτων χρυσού. Οι γρύπες μάλιστα αναφέρει τρέφονταν με αυτό το χρυσό. Το όνομά τους όπως αναφέρει και ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, είναι σκυθικό και σημαίνει μονόφθαλμος. Έσωσαν το καράβι των Αργοναυτών από μια χειμερινή τρικυμία, γι' αυτό και αυτοί τους ονόμασαν ευεργέτες. Κατά μία άλλη εκδοχή, έσωσαν το στρατό του Κύρου από σίγουρο θάνατο λόγω έλλειψης τροφίμων. Ο Παυσανίας αναφέρεται στους Αριμασπούς στα «Ἀττικά» του. Σε μία από τις αναφορές του λέει ότι σε αυτούς περνάνε πρώτα τα θεία δώρα των Υπερβορείων, που τα μεταφέρουν στους Ισσηδόνες, μετά στους Σκύθες και από αυτούς στους Έλληνες.