ἀκρέμων: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(6_19)
 
mNo edit summary
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκρέμων''': -ονος, ὁ, ἢ [[κάλλιον]] ἀκρεμών, όνος, Ἀρκάδ. 14. 2, Σουΐδ: ([[ἄκρος]]): - Κυρίως [[κλάδος]] ἢ κλὼν τελευτῶν εἰς μικροτέρους κλαδίσκους καὶ κλωνάρια, Ἀριστ. Φυτ. 2. 10. 3, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 1, 9· ἀλλὰ καὶ [[ἁπλῶς]], [[κλάδος]], [[κλαδίσκος]], κλωναράκι, [[βλάστημα]], Σιμων. (;) 183, Εὐρ. Κύκλ. 455, Θεόκρ. 16. 96.
|lstext='''ἀκρέμων''': -ονος, ὁ, ἢ [[κάλλιον]] [[ἀκρεμών]], όνος, Ἀρκάδ. 14. 2, Σουΐδ: ([[ἄκρος]]): - Κυρίως [[κλάδος]] ἢ κλὼν τελευτῶν εἰς μικροτέρους κλαδίσκους καὶ κλωνάρια, Ἀριστ. Φυτ. 2. 10. 3, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 1, 9· ἀλλὰ καὶ [[ἁπλῶς]], [[κλάδος]], [[κλαδίσκος]], κλωναράκι, [[βλάστημα]], Σιμων. (;) 183, Εὐρ. Κύκλ. 455, Θεόκρ. 16. 96.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[ἀκρεμών]], -όνος, ὁ<br /><b class="num">• Grafía:</b> acent. [[ἀκρέμων]] <i>Phys</i>.A 57.2, Opp.<i>C</i>.3.181, tb. frec. cód. pero cf. Hdn.Gr.1.33, tard. graf. [[ἀκραίμων]]<br /><b class="num">1</b> [[ramo]], [[retoño]], [[vástago]] φέροιτο ... βότρυν ... ἀπ' ἀκρεμόνων Simon.125.8D., [[ἐλαία]]ς E.<i>Cyc</i>.455, cf. Thphr.<i>HP</i> 1.1.9, Theoc.16.96, <i>Ep</i>.1.6, Euph.38A.11, A.R.2.1101, ἀκρεμόνας δὲ χεῖρας ἑὰς ποίησε ([[Βάκχος]]) Nonn.<i>D</i>.36.309<br /><b class="num">•</b>fig. ὁ ἐχῖνος, τὸ πονηρὸν [[πνεῦμα]], ... μὴ ἔχων ... ἀκρέμονα ἐν σοί <i>Phys</i>.l.c., ref. a los [[téntaculo]]s nuevos que le crecen al [[pulpo]], Opp.l.c.<br /><b class="num">2</b> fig. [[persona destacada]] Epiph.Const.<i>Haer</i>.68.1.8.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκρέμων:''' -ονος ή [[ἀκρεμών]], -όνος, ὁ ([[ἄκρος]]), [[κλαδί]], [[κλωνάρι]], [[βλαστός]], σε Ευρ., Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἄκρος]]<br />a [[branch]], [[twig]], [[spray]], Eur., Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 14:29, 13 December 2021

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρέμων: -ονος, ὁ, ἢ κάλλιον ἀκρεμών, όνος, Ἀρκάδ. 14. 2, Σουΐδ: (ἄκρος): - Κυρίως κλάδος ἢ κλὼν τελευτῶν εἰς μικροτέρους κλαδίσκους καὶ κλωνάρια, Ἀριστ. Φυτ. 2. 10. 3, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 1, 9· ἀλλὰ καὶ ἁπλῶς, κλάδος, κλαδίσκος, κλωναράκι, βλάστημα, Σιμων. (;) 183, Εὐρ. Κύκλ. 455, Θεόκρ. 16. 96.

Spanish (DGE)

ἀκρεμών, -όνος, ὁ
• Grafía: acent. ἀκρέμων Phys.A 57.2, Opp.C.3.181, tb. frec. cód. pero cf. Hdn.Gr.1.33, tard. graf. ἀκραίμων
1 ramo, retoño, vástago φέροιτο ... βότρυν ... ἀπ' ἀκρεμόνων Simon.125.8D., ἐλαίας E.Cyc.455, cf. Thphr.HP 1.1.9, Theoc.16.96, Ep.1.6, Euph.38A.11, A.R.2.1101, ἀκρεμόνας δὲ χεῖρας ἑὰς ποίησε (Βάκχος) Nonn.D.36.309
fig. ὁ ἐχῖνος, τὸ πονηρὸν πνεῦμα, ... μὴ ἔχων ... ἀκρέμονα ἐν σοί Phys.l.c., ref. a los téntaculos nuevos que le crecen al pulpo, Opp.l.c.
2 fig. persona destacada Epiph.Const.Haer.68.1.8.

Greek Monotonic

ἀκρέμων: -ονος ή ἀκρεμών, -όνος, ὁ (ἄκρος), κλαδί, κλωνάρι, βλαστός, σε Ευρ., Θεόκρ.

Middle Liddell

ἄκρος
a branch, twig, spray, Eur., Theocr.