3,277,002
edits
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀτρύνω''': [ῡ]: Ἐπικ. ἀπαρ. ὀτρυνέμεν Ἰλ. Δ. 286· παρατ. ὤτρυνον Ὅμ., κτλ., Ἰων. ὀτρύνεσκον Ἰλ. Ω. 24· μέλλ. ὀτρῠνέω Ὅμ.: ἀόρ.· ὤτρῡνα ὁ αὐτ. - Μέσ. ἢ παθ., μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (ἴδε κατωτ.)· - [[ῥῆμα]] ποιητ., παρὰ δὲ πεζογράφοις τὸ σύνθετον ἐποτρύνω (ἴδε ἐν τέλ.). Παροτρύνω, [[παρακελεύομαι]], παρακινῶ, παραθαρρύνω, ἰδίως εἰς μάχην, εἴς [[ἔργον]] τι βίαιον ἢ αἰφνίδιον, τινὰ Ἰλ. Ε. 82, Κ. 158, κτλ.· τί με σπεύδοντα καὶ αὐτὸν ὀτρύνεις; Θ. 294· ὤτρυνε [[μένος]] καὶ θυμὸν ἑκάστου Ε. 470· - | |lstext='''ὀτρύνω''': [ῡ]: Ἐπικ. ἀπαρ. ὀτρυνέμεν Ἰλ. Δ. 286· παρατ. ὤτρυνον Ὅμ., κτλ., Ἰων. ὀτρύνεσκον Ἰλ. Ω. 24· μέλλ. ὀτρῠνέω Ὅμ.: ἀόρ.· ὤτρῡνα ὁ αὐτ. - Μέσ. ἢ παθ., μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (ἴδε κατωτ.)· - [[ῥῆμα]] ποιητ., παρὰ δὲ πεζογράφοις τὸ σύνθετον ἐποτρύνω (ἴδε ἐν τέλ.). Παροτρύνω, [[παρακελεύομαι]], παρακινῶ, παραθαρρύνω, ἰδίως εἰς μάχην, εἴς [[ἔργον]] τι βίαιον ἢ αἰφνίδιον, τινὰ Ἰλ. Ε. 82, Κ. 158, κτλ.· τί με σπεύδοντα καὶ αὐτὸν ὀτρύνεις; Θ. 294· ὤτρυνε [[μένος]] καὶ θυμὸν ἑκάστου Ε. 470· - συχν. μετ’ ἀπαρ., ὀπτῆρας ... ὤτρυνα νέεσθαι Ὀδ. Ρ. 430· ὀτρ. τινὰ πολεμίζειν, μάχεσθαι Ἰλ. Δ. 294, 414, κτλ.· γήμασθαι Ὀδ. Τ. 158, κτλ.· ἡμᾶς ὀτρύνων καταπαυέμεν Β. 244· [[ἐνίοτε]] τὸ ἀπαρ. παραλείπεται, ἧ τιν’ ἑταίρων ὀτρυνέεις Τρώεσσιν ἐπίσκοπον (ἐξυπακ. ἰέναι); Ἰλ. Κ. 38· ὃν ναῶν Ἕκτωρ ὤτρυνε κατόπταν Εὐρ. Ρῆσ. 557 (λυρ.)· οὕτω μετὰ προθέσεων, Ἑρμείαν... νῆσον ἐς Ὠγυγίην ὀτρύνομεν (ἐξυπ. ἰέναι) Ὀδ. Α. 85, πρβλ. Ἰλ. Ο. 59· σέ γε θυμὸς ὀτρ. ἐπὶ νῆας Ἰλ. Ω. 289· τὸν ὀτρ. πόλιν [[εἴσω]] Ὀδ. Ο. 40· [[ποτὶ]] [[δῶμα]] Ρ. 75 [[προτὶ]] Ἴλιον Ἰλ. Τ. 156· [[πόλινδε]] Ὀδ. Ο. 306· [[πόλεμόνδε]] Ἰλ. Β. 589· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ. καὶ Τραγικ.: - σπανίως ἑπομένου ὡς, Ὀδησῆα ὤτρυν’, ὡς ἂν.. μνηστῆρας ἀγείροι Ὀδ. Ρ. 362· - σπανίων μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ὤτρυνον.. θεραπόντεσσι φυλάξαι Πινδ. Π. 4. 71. - Μέσ. ἢ παθ., προθυμοῦμαι, Ὀδ. Κ. 425, κτλ.· μετ’ ἀπαρ., ὀτρυνώμεθ’ ἀμυνέμεν ἀλλήλοισιν Ἰλ. Ξ. 369, πρβλ. Ὀδ. Ρ. 183· ὑμεῖς δ’ ὀτρύνεσθαι.., ὥς κέ με.. ἐπιβήσετε πάτρης Ὀδ. Η. 222· - τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς ἀμεταβ ταύτης ἐννοίας [[εἶναι]] ἀμφίβ. [[διότι]] καὶ ἐν Ἰλ. Η. 420 ὠτρύνοντο ἐγένετο ἤδη ἀποδεκτόν. 2) σπανιώτερον ἐπὶ ζῴων, παρακινῶ, παρορμῶ, κεντῶ, οὐρῆας Ἰλ. Ψ. 111· ἵππους Π. 167, κτλ.· κύνας Σ. 584. 3) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐπισπεύδω]], [[ἐπιχύνω]], πομπὴν ὀτρύνετε Ὀδ. Η. 151, πρβλ. Θ. 50· τούτῳ δ’ ὀτρυνέει Μέντωρ ὀδὸν Β. 253· ἀγγελίην ὀτρύνομεν ΙΙ. 355· μάχην ὤτρυνον Ἀχαιῶν Ἰλ. Μ. 277. - Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει [[ἐνιαχοῦ]] παρὰ Τραγ. ἐν λυρικοῖς χωρίοις, Αἰσχύλ. Θήβ. 726, Εὐρ. Ρῆσ. 25, 557· ἐν τριμέτροις, Σοφ. Αἴ. 60, 771, Ἠλ. 28, Εὐρ. Ἄλκ. 755 σπάνιον ἔτι καὶ παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 24. (Ὁ Κούρτ. φαίνεται ὅτι θεωρεῖ τὸ ὀ ὡς προθεματικὸν εἰς τὴν √ΤΡΕ ἢ ΤΡΕΣ, τρέω, τρήρων, σημαίνουσαν ταχεῖαν ὁρμητικὴν κίνησην, ἴδε Gr. Et. σ. 676). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 64. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |