μόνος: Difference between revisions

4 bytes removed ,  31 January 2022
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μόνος''': -η, -ον, πρβλ. [[μονάς]]· Ἐπικ. καὶ Ἰων. μοῦνος, τοῦτον δὲ τὸν τύπον μόνον μεταχειρίζεται ὁ Ὅμ. (ὡς καὶ ἐν πᾶσι τοῖς παραγώγοις πλὴν τοῦ [[μονόω]]), Ἡσ. καὶ Ἡρόδ., [[εἶναι]] δὲ ἐν χρήσει καὶ παρὰ Πινδ. (Π. 9. 46, Ι. 5 (4). 15), παρὰ Σοφ. ἔν τε τοῖς ἰαμβικοῖς καὶ τοῖς λυρικοῖς, παρ’ Αἰσχύλῳ μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ [[μουνώψ]], παρ’ Εὐρ. μόνον ἐν τῷ μούναρχος, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. σ. xii· Δωρ. [[μῶνος]], Θεόκρ. 2. 65., 20. 45. Ὡς καὶ νῦν, [[μόνος]], κοιν. «μονάχος», ἀφειμένος [[μόνος]], ἐγκαταλελειμμένος, Λατ. solus, Ὅμ., κλ.· μετὰ τῆς μετοχ. τοῦ [[εἰμὶ]] (sum), μοῦνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν Ἰλ. Δ. 388· ἢ ὅγε μοῦνος ἐὼν Ὀδ. Γ. 217· μούνω ἄνευθ’ ἄλλων ΙΙ. 239· συναπτόμενον μετὰ τοῦ ἔρημος, ἄφετε μούνην ἔρημον Σοφ. Ἀντ. 887, Φιλ. 469· μόνοι γάρ ἐσμεν ([[ἔνθα]] ὁ Ἀριστοφ. αὐτοὶ) Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 21. 2) μετὰ γεν., [[μόνος]] σοῦ, ἐστερημένος σοῦ, [[ἄνευ]] σοῦ, ὡς τὸ μεμονωμένος καὶ μονωθείς, Σοφ. Αἴ. 511· [[ὡσαύτως]], μοῦνος ἀπό τινος Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 193, Σοφ. Φιλ. 183, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 908: [[ἐντεῦθεν]] [[ὡσαύτως]] καὶ ἐν πολλοῖς συνθέτοις μετὰ τῆς σημασίας τῆς ἐγκαταλείψεως, ὡς ἐν τῷ [[μονομήτωρ]], ἀλλὰ πρβλ. Monk εἰς Εὐρ.· Ἄλκ. 418. ΙΙ. μόνον, μοῦνον Λαέρτην Ἀρκείσιος υἱὸν ἔτικτεν, μοῦνον δ’ αὖτ’ Ὀδυσῆα πατὴρ τέκεν Ὀδ. Π. 118, πρβλ. Ἰλ. Ι. 478· μόνης γὰρ σοῦ κλύων ἀνέξεται Αἰσχύλ. Πέρσ. 838, πρβλ. 632, Πρ. 425, κτλ.· - [[συχνάκις]] σχεδὸν ὡς τὸ εἷς, οὐκ ἄρα μοῦνον ἔην Ἐρίδων γένος, [[ἀλλά]]... δύω Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 11, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1280· [[ἐντεῦθεν]] ἐπιτεταμ., εἷς [[μόνος]], [[μόνος]] εἷς Ἡρόδ. 1. 38, Σοφ. Ο. Τ. 63· [[οὕτως]] [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., μία μούνη Ὀδ. Ψ. 227· - συνημμένον μετὰ τοῦ [[αὐτός]], αὐτὼ μόνω Πλάτ. Λῦσ. 211C· αὐτοὶ καθ’ αὑτοὺς μόνοι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 307Ε. 2) μετὰ γεν., μοῦνος πάντων ἀνθρώπων, [[μόνος]] ἐξ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, Ἡρόδ. 1. 25, πρβλ. 2. 29· [[μόνος]] ἀνδρῶν, Ἑλλήνων Σοφ. Ο. Κ. 1250, Ἠλ. 531· ὦ μόνα ὦ φίλα γυναικῶν Εὐρ. Ἄλκ. 460· [[μόνος]] θεῶν γὰρ [[θάνατος]] οὐ δώρων ἐρᾷ Ἀριστοφ. Βάτρ. 1392· [[μόνος]] τῶν ἄλλων Λυκοῦργ. 184 ἐν τέλ. 3) παρὰ τοῖς Τραγ. [[συχνάκις]] ἐπαναλαμβάνεται ἐν τῇ αὐτῇ προτάσει, ξυμπεσὼν [[μόνος]] μόνοις Σοφ. Αἴ. 467· Ἕκτορος [[μόνος]] μόνου... [[ἐναντίος]] [[αὐτόθι]] 1283· σὺν τέκνοις μόνη μόνοις Εὐρ. Μήδ. 513· οὕτω, μοῦνοι μούνοισι Ἡρόδ. 9. 48· [[μόνος]] μόνῳ Δημ. 273. 1. ΙΙΙ. ὡς τὸ [[οἶος]] ΙΙ, [[μόνος]] εἰς τὸ εἶδός του, [[ἐξαίρετος]], «[[μοναδικός]]», ὡς τὸ Λατ. unus, ἀντὶ unicus, ὡς ἔν τισι συνθέτοις, [[μονολέων]], [[μονόλυκος]]. IV. Ὑπερθετ. μονώτατος, εἷς καὶ [[μόνος]] [[ὑπὲρ]] πάντας τοὺς ἄλλους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 352, Πλ. 182, Λυκοῦργ. 159. 3, Θεόκρ. 15. 137. Β. Ἐπίρρ., [[μόνως]], μόνον, Θουκ. 8. 81 (διάφ. γραφ. μόνον), Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 5, Κύρ. 3. 2, 23. ΙΙ. τὸ σύνηθες ἐπίρρ. [[εἶναι]] μόνον, Λατ. solum, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· οὐχ. [[ἅπαξ]] μ. Αἰσχύλ. Πρ. 209, πρβλ. 621, 849. 2) μόνον, «μονάχα», Λατ. modo, [[συχν]]. μετὰ προστ., μ. φυλάξαι Αἰσχύλ. Ἱκ. 1012· ἀποκρίνου μ. Πλάτ. Γοργ. 494D· οὕτω, μ. Κράτος συγγένοιτό μοι Αἰσχύλ. Χο. 244· μή με καταπίῃς μ. Εὐρ. Κύκλ. 219, κτλ.· ἐὰν μ., Λατ. dummodo, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 25· οὐσίαν..., οὐ χωριστὴν μ., «μόνον ποῦ δὲν [[εἶναι]]...», ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 5. 3) [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] δυνάμεθα νὰ ἑρμηνεύσωμεν τὸ ἐπίθετ. [[μόνος]] ὡς ἐπίρρ., χοίνικος μόνης ἁλῶν, μόνον διὰ μίαν χοίνικα ἅλατος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 814· - ἡ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ [[μόνος]] ποιεῖ καὶ μόνον ποιεῖ [[εἶναι]] [[καταφανής]]· [[μόνος]] ποιεῖ, δηλ. [[μόνος]] του κάμνει τι· μόνον ποιεῖ, μόνον κάμνει τι, Jelf. Gr. Gr. § 714 Obs. 3. 4) συχνὸν παρ’ Ἀττ., οὐ μόνον..., ἀλλὰ καί... Ἀριστοφ. Ἱππ. 1282, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 17, κτλ.· οὐ μ., [[ἀλλά]]... Σοφ. Φιλ. 555· - τὸ μόνον, ὡς τὸ Λατιν. solum, [[ἐνίοτε]] παραλείπεται ἐν ταῖς φράσεσι ταύταις, μὴ τοὺς ἐγγύς, ἀλλὰ καὶ τοὺς [[ἄποθεν]] Θουκ. 4. 92, πρβλ. Valck. καὶ Monk εἰς Ἱππ. 359, Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1489. 5) μόνον οὐ, ὡς τὸ Λατ. tantum non, μόνον ’ποῦ..., [[σχεδόν]], Ἀριστοφ. Σφ. 517, Δημ. 409. 18, κτλ.· μόνον οὐκ ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς περιφέρουσι Πλάτ. Πολ. 600D· παρὰ μεταγενεστ. φέρεται μονονού, Πολύβ. 3. 109, 2, κτλ.· οὕτω, [[μονονουχί]], Δημ. 9. 11, Πολύβ. 3. 102, 4. ΙΙΙ. κατὰ μόνας, ὡς ἐπίρρ., [[μόνος]] Θουκ. 1. 32, 37, Ἰσαῖ. 67. 19, Πλάτ., κλ. IV. μόνη = μόνον, Πλούτ. 2. 583D. - Περὶ τοῦ [[μόνος]] καὶ τῶν ἐξ [[αὐτοῦ]] ἐπιθέτων πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 9 κἑξ.
|lstext='''μόνος''': -η, -ον, πρβλ. [[μονάς]]· Ἐπικ. καὶ Ἰων. μοῦνος, τοῦτον δὲ τὸν τύπον μόνον μεταχειρίζεται ὁ Ὅμ. (ὡς καὶ ἐν πᾶσι τοῖς παραγώγοις πλὴν τοῦ [[μονόω]]), Ἡσ. καὶ Ἡρόδ., [[εἶναι]] δὲ ἐν χρήσει καὶ παρὰ Πινδ. (Π. 9. 46, Ι. 5 (4). 15), παρὰ Σοφ. ἔν τε τοῖς ἰαμβικοῖς καὶ τοῖς λυρικοῖς, παρ’ Αἰσχύλῳ μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ [[μουνώψ]], παρ’ Εὐρ. μόνον ἐν τῷ μούναρχος, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. σ. xii· Δωρ. [[μῶνος]], Θεόκρ. 2. 65., 20. 45. Ὡς καὶ νῦν, [[μόνος]], κοιν. «μονάχος», ἀφειμένος [[μόνος]], ἐγκαταλελειμμένος, Λατ. solus, Ὅμ., κλ.· μετὰ τῆς μετοχ. τοῦ [[εἰμὶ]] (sum), μοῦνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν Ἰλ. Δ. 388· ἢ ὅγε μοῦνος ἐὼν Ὀδ. Γ. 217· μούνω ἄνευθ’ ἄλλων ΙΙ. 239· συναπτόμενον μετὰ τοῦ ἔρημος, ἄφετε μούνην ἔρημον Σοφ. Ἀντ. 887, Φιλ. 469· μόνοι γάρ ἐσμεν ([[ἔνθα]] ὁ Ἀριστοφ. αὐτοὶ) Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 21. 2) μετὰ γεν., [[μόνος]] σοῦ, ἐστερημένος σοῦ, [[ἄνευ]] σοῦ, ὡς τὸ μεμονωμένος καὶ μονωθείς, Σοφ. Αἴ. 511· [[ὡσαύτως]], μοῦνος ἀπό τινος Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 193, Σοφ. Φιλ. 183, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 908: [[ἐντεῦθεν]] [[ὡσαύτως]] καὶ ἐν πολλοῖς συνθέτοις μετὰ τῆς σημασίας τῆς ἐγκαταλείψεως, ὡς ἐν τῷ [[μονομήτωρ]], ἀλλὰ πρβλ. Monk εἰς Εὐρ.· Ἄλκ. 418. ΙΙ. μόνον, μοῦνον Λαέρτην Ἀρκείσιος υἱὸν ἔτικτεν, μοῦνον δ’ αὖτ’ Ὀδυσῆα πατὴρ τέκεν Ὀδ. Π. 118, πρβλ. Ἰλ. Ι. 478· μόνης γὰρ σοῦ κλύων ἀνέξεται Αἰσχύλ. Πέρσ. 838, πρβλ. 632, Πρ. 425, κτλ.· - [[συχνάκις]] σχεδὸν ὡς τὸ εἷς, οὐκ ἄρα μοῦνον ἔην Ἐρίδων γένος, [[ἀλλά]]... δύω Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 11, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1280· [[ἐντεῦθεν]] ἐπιτεταμ., εἷς [[μόνος]], [[μόνος]] εἷς Ἡρόδ. 1. 38, Σοφ. Ο. Τ. 63· [[οὕτως]] [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., μία μούνη Ὀδ. Ψ. 227· - συνημμένον μετὰ τοῦ [[αὐτός]], αὐτὼ μόνω Πλάτ. Λῦσ. 211C· αὐτοὶ καθ’ αὑτοὺς μόνοι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 307Ε. 2) μετὰ γεν., μοῦνος πάντων ἀνθρώπων, [[μόνος]] ἐξ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, Ἡρόδ. 1. 25, πρβλ. 2. 29· [[μόνος]] ἀνδρῶν, Ἑλλήνων Σοφ. Ο. Κ. 1250, Ἠλ. 531· ὦ μόνα ὦ φίλα γυναικῶν Εὐρ. Ἄλκ. 460· [[μόνος]] θεῶν γὰρ [[θάνατος]] οὐ δώρων ἐρᾷ Ἀριστοφ. Βάτρ. 1392· [[μόνος]] τῶν ἄλλων Λυκοῦργ. 184 ἐν τέλ. 3) παρὰ τοῖς Τραγ. [[συχνάκις]] ἐπαναλαμβάνεται ἐν τῇ αὐτῇ προτάσει, ξυμπεσὼν [[μόνος]] μόνοις Σοφ. Αἴ. 467· Ἕκτορος [[μόνος]] μόνου... [[ἐναντίος]] [[αὐτόθι]] 1283· σὺν τέκνοις μόνη μόνοις Εὐρ. Μήδ. 513· οὕτω, μοῦνοι μούνοισι Ἡρόδ. 9. 48· [[μόνος]] μόνῳ Δημ. 273. 1. ΙΙΙ. ὡς τὸ [[οἶος]] ΙΙ, [[μόνος]] εἰς τὸ εἶδός του, [[ἐξαίρετος]], «[[μοναδικός]]», ὡς τὸ Λατ. unus, ἀντὶ unicus, ὡς ἔν τισι συνθέτοις, [[μονολέων]], [[μονόλυκος]]. IV. Ὑπερθετ. μονώτατος, εἷς καὶ [[μόνος]] [[ὑπὲρ]] πάντας τοὺς ἄλλους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 352, Πλ. 182, Λυκοῦργ. 159. 3, Θεόκρ. 15. 137. Β. Ἐπίρρ., [[μόνως]], μόνον, Θουκ. 8. 81 (διάφ. γραφ. μόνον), Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 5, Κύρ. 3. 2, 23. ΙΙ. τὸ σύνηθες ἐπίρρ. [[εἶναι]] μόνον, Λατ. solum, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· οὐχ. [[ἅπαξ]] μ. Αἰσχύλ. Πρ. 209, πρβλ. 621, 849. 2) μόνον, «μονάχα», Λατ. modo, συχν. μετὰ προστ., μ. φυλάξαι Αἰσχύλ. Ἱκ. 1012· ἀποκρίνου μ. Πλάτ. Γοργ. 494D· οὕτω, μ. Κράτος συγγένοιτό μοι Αἰσχύλ. Χο. 244· μή με καταπίῃς μ. Εὐρ. Κύκλ. 219, κτλ.· ἐὰν μ., Λατ. dummodo, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 25· οὐσίαν..., οὐ χωριστὴν μ., «μόνον ποῦ δὲν [[εἶναι]]...», ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 5. 3) [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] δυνάμεθα νὰ ἑρμηνεύσωμεν τὸ ἐπίθετ. [[μόνος]] ὡς ἐπίρρ., χοίνικος μόνης ἁλῶν, μόνον διὰ μίαν χοίνικα ἅλατος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 814· - ἡ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ [[μόνος]] ποιεῖ καὶ μόνον ποιεῖ [[εἶναι]] [[καταφανής]]· [[μόνος]] ποιεῖ, δηλ. [[μόνος]] του κάμνει τι· μόνον ποιεῖ, μόνον κάμνει τι, Jelf. Gr. Gr. § 714 Obs. 3. 4) συχνὸν παρ’ Ἀττ., οὐ μόνον..., ἀλλὰ καί... Ἀριστοφ. Ἱππ. 1282, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 17, κτλ.· οὐ μ., [[ἀλλά]]... Σοφ. Φιλ. 555· - τὸ μόνον, ὡς τὸ Λατιν. solum, [[ἐνίοτε]] παραλείπεται ἐν ταῖς φράσεσι ταύταις, μὴ τοὺς ἐγγύς, ἀλλὰ καὶ τοὺς [[ἄποθεν]] Θουκ. 4. 92, πρβλ. Valck. καὶ Monk εἰς Ἱππ. 359, Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1489. 5) μόνον οὐ, ὡς τὸ Λατ. tantum non, μόνον ’ποῦ..., [[σχεδόν]], Ἀριστοφ. Σφ. 517, Δημ. 409. 18, κτλ.· μόνον οὐκ ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς περιφέρουσι Πλάτ. Πολ. 600D· παρὰ μεταγενεστ. φέρεται μονονού, Πολύβ. 3. 109, 2, κτλ.· οὕτω, [[μονονουχί]], Δημ. 9. 11, Πολύβ. 3. 102, 4. ΙΙΙ. κατὰ μόνας, ὡς ἐπίρρ., [[μόνος]] Θουκ. 1. 32, 37, Ἰσαῖ. 67. 19, Πλάτ., κλ. IV. μόνη = μόνον, Πλούτ. 2. 583D. - Περὶ τοῦ [[μόνος]] καὶ τῶν ἐξ [[αὐτοῦ]] ἐπιθέτων πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 9 κἑξ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly