άβατον: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
(1)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἄβατον, το (Α) [[βαίνω]]<br />[[τμήμα]] του ναού ή [[τόπος]] [[ιερός]], όπου δεν επιτρεπόταν η [[είσοδος]] [[παρά]] μόνο στους ιερείς.
|mltxt=[[ἄβατον]], το (Α) [[βαίνω]]<br />[[τμήμα]] του ναού ή [[τόπος]] [[ιερός]], όπου δεν επιτρεπόταν η [[είσοδος]] [[παρά]] μόνο στους ιερείς.
}}
}}

Latest revision as of 14:04, 3 May 2022

Greek Monolingual

ἄβατον, το (Α) βαίνω
τμήμα του ναού ή τόπος ιερός, όπου δεν επιτρεπόταν η είσοδος παρά μόνο στους ιερείς.