πανδούρα: Difference between revisions
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(2b) |
mNo edit summary |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[πανδούρα]], | |mltxt=[[πανδούρα]], [[πανδοῦρα]] και [[πανδουρίς]], -ίδος, ἡ, και [[πάνδουρος]] και [[φάνδουρος]], ὁ, ΝΑ<br />αρχαιότατο λαϊκό νυσσόμενο έγχορδο μουσικό όργανο, αποτελούμενο από [[τρεις]] χορδές ή από [[τρία]] ζεύγη χορδών, [[είδος]] λαούτου με μακρύ βραχίονα, αλλ. τρίχορδο ή [[μπαντούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για λ. ανατολικής προέλευσης]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=-δοῦρα<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: three-stringed lute (Euph. ap. Ath. 183f, Poll | |etymtx=-δοῦρα<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: three-stringed lute (Euph. ap. Ath. 183f, Poll/<br />Other forms: [[πάνδουρος]] (Euph. l.c., inscr. Seleucia ad Calycadnum), [[φάνδουρος]] (Nicon. Harm. 4).<br />Derivatives: <b class="b3">-δούριον</b>, <b class="b3">-δουρίς</b> H., <b class="b3">-δουρὶζω</b> , <b class="b3">-δουριστής</b>.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: See Masson Emprunts sémit. 90, who discusses an rejects several hypoteses. Hübschmann Arm. Gramm. 395 compared Arm. <b class="b2">p`andir</b>, Osset. <b class="b2">fändur</b>, Georg. <b class="b2">panṭuri</b>. So prob. Pre-Greek. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:04, 15 May 2022
Greek Monolingual
πανδούρα, πανδοῦρα και πανδουρίς, -ίδος, ἡ, και πάνδουρος και φάνδουρος, ὁ, ΝΑ
αρχαιότατο λαϊκό νυσσόμενο έγχορδο μουσικό όργανο, αποτελούμενο από τρεις χορδές ή από τρία ζεύγη χορδών, είδος λαούτου με μακρύ βραχίονα, αλλ. τρίχορδο ή μπαντούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για λ. ανατολικής προέλευσης].
Frisk Etymological English
-δοῦρα
Grammatical information: f.
Meaning: three-stringed lute (Euph. ap. Ath. 183f, Poll/
Other forms: πάνδουρος (Euph. l.c., inscr. Seleucia ad Calycadnum), φάνδουρος (Nicon. Harm. 4).
Derivatives: -δούριον, -δουρίς H., -δουρὶζω , -δουριστής.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: See Masson Emprunts sémit. 90, who discusses an rejects several hypoteses. Hübschmann Arm. Gramm. 395 compared Arm. p`andir, Osset. fändur, Georg. panṭuri. So prob. Pre-Greek.