карманник: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(Created page with "{{ruel |rueltext=βαλαντιητόμος, βαλαντιατόμος, βαλαντιοτόμος, βαλλαντιητόμος, βαλλαντιατόμο...") |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[βαλαντιητόμος]], [[βαλαντιατόμος]], [[βαλαντιοτόμος]], [[βαλλαντιητόμος]], [[βαλλαντιατόμος]], [[βαλλαντιοτόμος]], [[βαλαντιοκλέπτης]], [[ | |rueltext=[[βαλαντιητόμος]], [[βαλαντιατόμος]], [[βαλαντιοτόμος]], [[βαλλαντιητόμος]], [[βαλλαντιατόμος]], [[βαλλαντιοτόμος]], [[βαλαντιοκλέπτης]], [[κομβολύτης]], [[γαλλιάριος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:19, 21 May 2022
Russian > Greek
βαλαντιητόμος, βαλαντιατόμος, βαλαντιοτόμος, βαλλαντιητόμος, βαλλαντιατόμος, βαλλαντιοτόμος, βαλαντιοκλέπτης, κομβολύτης, γαλλιάριος