Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φυρώ: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(45)
 
m (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-άω, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[ανακατεύω]], [[κυρίως]] [[αλεύρι]] με [[νερό]] για να [[κάνω]] [[ζυμάρι]] (α. «φυρέουσι τὸ μὲν σταῑς τοῑσι ποσί», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ πεφυραμένα ἄλφιτα», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λερώνω]] («γῆν θανόντες τήνδε φυράσειν φόνῳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «φυρῶμαι μαλακὴν φωνὴν [[πρός]] τινα» — [[μιλώ]] σε κάποιον με προσποιητή, γλυκειά [[φωνή]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «φυρῶ τὰς ψήφους» — [[νοθεύω]] το [[αποτέλεσμα]] <b>(Κικ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φύρω]] [[κατά]] τα συνηρημένα σε -<i>ῶ</i> / -<i>άω</i> (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[φύρω]])].
|mltxt=-άω, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[ανακατεύω]], [[κυρίως]] [[αλεύρι]] με [[νερό]] για να [[κάνω]] [[ζυμάρι]] (α. «φυρέουσι τὸ μὲν σταῖς τοῖσι ποσί», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ πεφυραμένα ἄλφιτα», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λερώνω]] («γῆν θανόντες τήνδε φυράσειν φόνῳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «φυρῶμαι μαλακὴν φωνὴν [[πρός]] τινα» — [[μιλώ]] σε κάποιον με προσποιητή, γλυκειά [[φωνή]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «φυρῶ τὰς ψήφους» — [[νοθεύω]] το [[αποτέλεσμα]] <b>(Κικ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φύρω]] [[κατά]] τα συνηρημένα σε -<i>ῶ</i> / -<i>άω</i> (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[φύρω]])].
}}
}}

Latest revision as of 22:08, 24 May 2022

Greek Monolingual

-άω, ΜΑ
1. ανακατεύω, κυρίως αλεύρι με νερό για να κάνω ζυμάρι (α. «φυρέουσι τὸ μὲν σταῖς τοῖσι ποσί», Ηρόδ.
β. «οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ πεφυραμένα ἄλφιτα», Θουκ.)
2. λερώνω («γῆν θανόντες τήνδε φυράσειν φόνῳ», Αισχύλ.)
3. φρ. α) «φυρῶμαι μαλακὴν φωνὴν πρός τινα» — μιλώ σε κάποιον με προσποιητή, γλυκειά φωνή (Αριστοφ.)
β) «φυρῶ τὰς ψήφους» — νοθεύω το αποτέλεσμα (Κικ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύρω κατά τα συνηρημένα σε - / -άω (για ετυμολ. βλ. λ. φύρω)].