λερώνω
From LSJ
(Μ λερώνω) λερός
ρυπαίνω, βρομίζω («ακόμη δεν το αγόρασα το βιβλίο και το λέρωσα»)
νεοελλ.
1. (αμτβ.) ρυπαίνομαι, λεκιάζομαι («πάλι λέρωσε αυτό το πουκάμισο»)
2. μτφ. ντροπιάζω, στιγματίζω, σπιλώνω ηθικώς («αυτό το παιδί λέρωσε το όνομα της οικογένειας»).