λερώνω
From LSJ
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
(Μ λερώνω) λερός
ρυπαίνω, βρομίζω («ακόμη δεν το αγόρασα το βιβλίο και το λέρωσα»)
νεοελλ.
1. (αμτβ.) ρυπαίνομαι, λεκιάζομαι («πάλι λέρωσε αυτό το πουκάμισο»)
2. μτφ. ντροπιάζω, στιγματίζω, σπιλώνω ηθικώς («αυτό το παιδί λέρωσε το όνομα της οικογένειας»).