λερώνω

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source

Greek Monolingual

λερώνω) λερός
ρυπαίνω, βρομίζωακόμη δεν το αγόρασα το βιβλίο και το λέρωσα»)
νεοελλ.
1. (αμτβ.) ρυπαίνομαι, λεκιάζομαι («πάλι λέρωσε αυτό το πουκάμισο»)
2. μτφ. ντροπιάζω, στιγματίζω, σπιλώνω ηθικώς («αυτό το παιδί λέρωσε το όνομα της οικογένειας»).