ταυτοκλινής: Difference between revisions

From LSJ

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει το ίδιο [[κλίμα]] με άλλον, [[δηλαδή]] αυτός που βρίσκεται στο ίδιο γεωγραφικό [[πλάτος]] («[[μόλις]] γὰρ ἄν ταὐτοκλινεῑς [[εἶεν]] τοῖς κατ' Ἀμισόν», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταὐτ</i>(<i>ο</i>)- / <i>ταυτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]], <b>πρβλ.</b> και [[κλίμα]])].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει το ίδιο [[κλίμα]] με άλλον, [[δηλαδή]] αυτός που βρίσκεται στο ίδιο γεωγραφικό [[πλάτος]] («[[μόλις]] γὰρ ἄν ταὐτοκλινεῖς [[εἶεν]] τοῖς κατ' Ἀμισόν», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταὐτ</i>(<i>ο</i>)- / <i>ταυτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]], <b>πρβλ.</b> και [[κλίμα]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:00, 27 May 2022

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει το ίδιο κλίμα με άλλον, δηλαδή αυτός που βρίσκεται στο ίδιο γεωγραφικό πλάτοςμόλις γὰρ ἄν ταὐτοκλινεῖς εἶεν τοῖς κατ' Ἀμισόν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο)- / ταυτ(ο)- + -κλινής (< κλίνω, πρβλ. και κλίμα)].