ιδιόπλαστος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰδιόπλαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που πλάστηκε [[μόνος]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), [[πρβλ]]. [[κακό]]-<i>πλαστος</i>, <i>πρωτό</i>-<i>πλαστος</i>].
|mltxt=[[ἰδιόπλαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που πλάστηκε [[μόνος]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), [[πρβλ]]. [[κακόπλαστος]], [[πρωτόπλαστος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:53, 28 May 2022

Greek Monolingual

ἰδιόπλαστος, -ον (Α)
αυτός που πλάστηκε μόνος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. κακόπλαστος, πρωτόπλαστος].