ιδιόπλαστος

From LSJ

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75

Greek Monolingual

ἰδιόπλαστος, -ον (Α)
αυτός που πλάστηκε μόνος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. κακόπλαστος, πρωτόπλαστος].