αργυροφεγγής: Difference between revisions
From LSJ
τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen
(6) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές [[ἀργυροφεγγής]] (- | |mltxt=-ές [[ἀργυροφεγγής]] (-οῦς), -ές (AM)<br />αυτός που φέγγει σαν [[άργυρος]], που έχει ασημένια [[λαμπεράδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φεγγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:50, 13 June 2022
Greek Monolingual
-ές ἀργυροφεγγής (-οῦς), -ές (AM)
αυτός που φέγγει σαν άργυρος, που έχει ασημένια λαμπεράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + -φεγγής < φέγγος.