αργυροφεγγής

From LSJ

Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art

Menander, Monostichoi, 241

Greek Monolingual

-ές ἀργυροφεγγής (-οῦς), -ές (AM)
αυτός που φέγγει σαν άργυρος, που έχει ασημένια λαμπεράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + -φεγγής < φέγγος.