επίστενος: Difference between revisions

From LSJ
(13)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίστενος]], -ον (Α) [[στενός]]<br />αυτός που όσο προχωράει στενεύει («ή [[ἀορτή]]... εὖ [[μάλα]] [[κοίλη]], προϊοῡσα δὲ ἐπιστενοτέρα», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=[[ἐπίστενος]], -ον (Α) [[στενός]]<br />αυτός που όσο προχωράει στενεύει («ή [[ἀορτή]]... εὖ [[μάλα]] [[κοίλη]], προϊοῦσα δὲ ἐπιστενοτέρα», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 19:50, 13 June 2022

Greek Monolingual

ἐπίστενος, -ον (Α) στενός
αυτός που όσο προχωράει στενεύει («ή ἀορτή... εὖ μάλα κοίλη, προϊοῦσα δὲ ἐπιστενοτέρα», Αριστοτ.).