θέση: Difference between revisions

55 bytes removed ,  13 June 2022
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[θέσις]])<br /><b>1.</b> η [[τοποθέτηση]] («εἰς πλίνθων καὶ λίθων θέσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατάταξη]], [[τακτοποίηση]]<br /><b>3.</b> [[ίδρυση]], [[σύσταση]] («ἐκλέξασθαι δὲ καὶ Ἑλλάδος τὸν ἐπιφανέστατον τόπον εἰς αγώνων θέσιν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[τοποθεσία]] (α. «το [[σπίτι]] μας [[είναι]] σε πολύ καλή [[θέση]]» β. «[[πόλις]]... αὐτάρκη θέσιν κειμένη», Ιπποκρ.)<br /><b>5.</b> (στη [[μουσική]] και [[μετρική]]) η μακρά [[συλλαβή]] του μετρικού ποδός και το πρώτο [[μέρος]] του μουσικού μέτρου<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «θέσει μακρό [[φωνήεν]]» ή «θέσει μακρά [[συλλαβή]]» — βραχύ [[φωνήεν]] το οποίο ακολουθείται από δύο ή περισσότερα σύμφωνα και εκτείνεται στην [[προσωδία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τόπος]] στον οποίο τίθεται [[κάτι]] («[[κάθε]] [[πράγμα]] στη [[θέση]] του»)<br /><b>2.</b> (για [[μέσα]] συγκοινωνίας, θέατρα <b>κ.λπ.</b>) [[κάθισμα]] για ένα [[άτομο]] («δεν βρήκα [[θέση]] στο [[λεωφορείο]]»)<br /><b>3.</b> (για πλοία, σιδηροδρόμους <b>κ.λπ.</b>) [[κατηγορία]] διαμερισμάτων τα οποία προορίζονται για τους επιβάτες ανάλογα με την [[τιμή]] που πληρώνουν («έκοψα δύο εισιτήρια δεύτερης θέσης»)<br /><b>4.</b> [[αντίληψη]], [[γνώμη]] για κάποιο [[ζήτημα]] («[[ποτέ]] δεν παίρνει [[θέση]] στις συζητήσεις» — [[ποτέ]] δεν λέει τη [[γνώμη]] του)<br /><b>5.</b> η [[κατάσταση]] στην οποία βρίσκεται [[κάποιος]] («χειροτέρεψε η [[θέση]] του»)<br /><b>6.</b> η [[ικανότητα]] για [[κάτι]] («δεν [[είμαι]] σε [[θέση]] να σε εξυπηρετήσω»)<br /><b>7.</b> [[υπηρεσία]], [[λειτούργημα]] («[[θέση]] καθηγητή»)<br /><b>8.</b> [[διατριβή]] που υποβάλλεται για την [[απόκτηση]] διδακτορικού τίτλου ή για διορισμό καθηγητή ή υφηγητή<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «δεν έχει [[θέση]] εδώ»<br />i) δεν [[είναι]] [[δεκτός]]<br />ii) [[είναι]] [[θέμα]] άσχετο με την [[υπόθεση]]<br />β) «πρακτικές θέσεις» — ζητήματα με μερικό [[ενδιαφέρον]]<br />γ) «θεωρητικές θέσεις» — απόψεις θεωρητικού χαρακτήρα<br /><b>10.</b> <b>παροιμ.</b> «αν κάθεσαι στη [[θέση]] σου [[κανείς]] δεν σέ σηκώνει» — δεν ενοχλεί [[κανείς]] αυτούς που δεν αναμιγνύονται σε ξένες υποθέσεις ή δεν επιχειρούν πράγματα ανώτερα από τις δυνάμεις τους<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κατεύθυνση]]<br /><b>2.</b> [[πρόθεση]], [[σκέψη]]<br /><b>3.</b> [[μέρος]] της οπλής του ίππου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[υιοθεσία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κατάθεση]] («θέσεως καὶ ἀναιρέσεως ὅπλων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[κατάθεση]] χρημάτων [[πριν]] από τη [[δίκη]]<br /><b>3.</b> η [[προπληρωμή]] χρημάτων ως [[εγγύηση]] για [[αγορά]] κάποιου πράγματος<br /><b>4.</b> η [[πολιτογράφηση]]<br /><b>5.</b> <b>(φιλοσ.)</b> [[ζήτημα]] που τίθεται σε κάποιον για [[απόδειξη]] («καὶ περὶ τοῦ ἐχθροῡ δὲ ἡ αὐτὴ [[θέσις]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[αρραβώνας]]<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ θέσεις</i><br />τα [[σημεία]] στίξης<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ [[θέσις]] τῶν νόμων» — η [[νομοθεσία]]<br />β) «[[θέσις]] ὀνόματος» — [[ονομασία]]<br />γ) «[[θέσις]] τελών» — η [[επιβολή]] φόρων, η [[φορολογία]]<br />δ) (την [[εποχή]] του Μεγάλου Αλεξάνδρου) «θέσει Ἀθηναίος» — [[επίτιμος]] [[Αθηναίος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[θέσις]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θέ</i>-<i>σις</i>) σχηματίστηκε από την ασθενή [[βαθμίδα]] του ρ. <i>τί</i>-<i>θη</i>-<i>μι</i> και συνδέεται με αρχ. ινδ. -(<i>d</i>)<i>hiti</i>-, το οποίο εμφανίζεται μόνο σε παράγωγα και [[σύνθετα]], π.χ. <i>apihiti</i>- = <i>επί</i>-<i>θεσις</i>, <i>upahiti</i>- = <i>υπό</i>-<i>θεσις</i>. Αρχικά η [[λέξη]] δήλωνε την [[ενέργεια]], την [[πράξη]] του [[θέτω]], την [[τοποθέτηση]], [[αλλά]] αργότερα προσέλαβε [[πλήθος]] σημασιών και χρησιμοποιήθηκε ως όρος σε πολλές επιστήμες (νομική, [[γεωμετρία]], [[λογική]], [[φιλοσοφία]] <b>κ.ά.</b>). Η λ. [[θέσις]] απαντά ως β' συνθετικό αρκετών ουσιαστικών, [[πρβλ]]. <i>ανά</i>-<i>θεσις</i>, <i>διά</i>-<i>θεσις</i>, [[υπέρθεσις]] κ.ά., τα οποία όμως προέρχονται από τα αντίστοιχα ρήματα, [[πρβλ]]. <i>ανατί</i>-<i>θημι</i>, <i>δια</i>-[[τίθημι]], <i>υπερ</i>-[[τίθημι]] κ.ά. και με τη [[σειρά]] της παρήγαγε επίθετα σε -<i>θέσιμος</i>, [[πρβλ]]. <i>ανα</i>-<i>θέσιμος</i>, <i>δια</i>-<i>θέσιμος</i>, <i>υπερ</i>-<i>θέσιμος</i>].
|mltxt=η (ΑΜ [[θέσις]])<br /><b>1.</b> η [[τοποθέτηση]] («εἰς πλίνθων καὶ λίθων θέσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατάταξη]], [[τακτοποίηση]]<br /><b>3.</b> [[ίδρυση]], [[σύσταση]] («ἐκλέξασθαι δὲ καὶ Ἑλλάδος τὸν ἐπιφανέστατον τόπον εἰς αγώνων θέσιν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[τοποθεσία]] (α. «το [[σπίτι]] μας [[είναι]] σε πολύ καλή [[θέση]]» β. «[[πόλις]]... αὐτάρκη θέσιν κειμένη», Ιπποκρ.)<br /><b>5.</b> (στη [[μουσική]] και [[μετρική]]) η μακρά [[συλλαβή]] του μετρικού ποδός και το πρώτο [[μέρος]] του μουσικού μέτρου<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «θέσει μακρό [[φωνήεν]]» ή «θέσει μακρά [[συλλαβή]]» — βραχύ [[φωνήεν]] το οποίο ακολουθείται από δύο ή περισσότερα σύμφωνα και εκτείνεται στην [[προσωδία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τόπος]] στον οποίο τίθεται [[κάτι]] («[[κάθε]] [[πράγμα]] στη [[θέση]] του»)<br /><b>2.</b> (για [[μέσα]] συγκοινωνίας, θέατρα <b>κ.λπ.</b>) [[κάθισμα]] για ένα [[άτομο]] («δεν βρήκα [[θέση]] στο [[λεωφορείο]]»)<br /><b>3.</b> (για πλοία, σιδηροδρόμους <b>κ.λπ.</b>) [[κατηγορία]] διαμερισμάτων τα οποία προορίζονται για τους επιβάτες ανάλογα με την [[τιμή]] που πληρώνουν («έκοψα δύο εισιτήρια δεύτερης θέσης»)<br /><b>4.</b> [[αντίληψη]], [[γνώμη]] για κάποιο [[ζήτημα]] («[[ποτέ]] δεν παίρνει [[θέση]] στις συζητήσεις» — [[ποτέ]] δεν λέει τη [[γνώμη]] του)<br /><b>5.</b> η [[κατάσταση]] στην οποία βρίσκεται [[κάποιος]] («χειροτέρεψε η [[θέση]] του»)<br /><b>6.</b> η [[ικανότητα]] για [[κάτι]] («δεν [[είμαι]] σε [[θέση]] να σε εξυπηρετήσω»)<br /><b>7.</b> [[υπηρεσία]], [[λειτούργημα]] («[[θέση]] καθηγητή»)<br /><b>8.</b> [[διατριβή]] που υποβάλλεται για την [[απόκτηση]] διδακτορικού τίτλου ή για διορισμό καθηγητή ή υφηγητή<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «δεν έχει [[θέση]] εδώ»<br />i) δεν [[είναι]] [[δεκτός]]<br />ii) [[είναι]] [[θέμα]] άσχετο με την [[υπόθεση]]<br />β) «πρακτικές θέσεις» — ζητήματα με μερικό [[ενδιαφέρον]]<br />γ) «θεωρητικές θέσεις» — απόψεις θεωρητικού χαρακτήρα<br /><b>10.</b> <b>παροιμ.</b> «αν κάθεσαι στη [[θέση]] σου [[κανείς]] δεν σέ σηκώνει» — δεν ενοχλεί [[κανείς]] αυτούς που δεν αναμιγνύονται σε ξένες υποθέσεις ή δεν επιχειρούν πράγματα ανώτερα από τις δυνάμεις τους<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κατεύθυνση]]<br /><b>2.</b> [[πρόθεση]], [[σκέψη]]<br /><b>3.</b> [[μέρος]] της οπλής του ίππου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[υιοθεσία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κατάθεση]] («θέσεως καὶ ἀναιρέσεως ὅπλων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[κατάθεση]] χρημάτων [[πριν]] από τη [[δίκη]]<br /><b>3.</b> η [[προπληρωμή]] χρημάτων ως [[εγγύηση]] για [[αγορά]] κάποιου πράγματος<br /><b>4.</b> η [[πολιτογράφηση]]<br /><b>5.</b> <b>(φιλοσ.)</b> [[ζήτημα]] που τίθεται σε κάποιον για [[απόδειξη]] («καὶ περὶ τοῦ ἐχθροῦ δὲ ἡ αὐτὴ [[θέσις]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[αρραβώνας]]<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ θέσεις</i><br />τα [[σημεία]] στίξης<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ [[θέσις]] τῶν νόμων» — η [[νομοθεσία]]<br />β) «[[θέσις]] ὀνόματος» — [[ονομασία]]<br />γ) «[[θέσις]] τελών» — η [[επιβολή]] φόρων, η [[φορολογία]]<br />δ) (την [[εποχή]] του Μεγάλου Αλεξάνδρου) «θέσει Ἀθηναίος» — [[επίτιμος]] [[Αθηναίος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[θέσις]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θέ</i>-<i>σις</i>) σχηματίστηκε από την ασθενή [[βαθμίδα]] του ρ. <i>τί</i>-<i>θη</i>-<i>μι</i> και συνδέεται με αρχ. ινδ. -(<i>d</i>)<i>hiti</i>-, το οποίο εμφανίζεται μόνο σε παράγωγα και [[σύνθετα]], π.χ. <i>apihiti</i>- = <i>επί</i>-<i>θεσις</i>, <i>upahiti</i>- = <i>υπό</i>-<i>θεσις</i>. Αρχικά η [[λέξη]] δήλωνε την [[ενέργεια]], την [[πράξη]] του [[θέτω]], την [[τοποθέτηση]], [[αλλά]] αργότερα προσέλαβε [[πλήθος]] σημασιών και χρησιμοποιήθηκε ως όρος σε πολλές επιστήμες (νομική, [[γεωμετρία]], [[λογική]], [[φιλοσοφία]] <b>κ.ά.</b>). Η λ. [[θέσις]] απαντά ως β' συνθετικό αρκετών ουσιαστικών, [[πρβλ]]. [[ανάθεσις]], [[διάθεσις]], [[υπέρθεσις]] κ.ά., τα οποία όμως προέρχονται από τα αντίστοιχα ρήματα, [[πρβλ]]. <i>ανατί</i>-<i>θημι</i>, <i>δια</i>-[[τίθημι]], <i>υπερ</i>-[[τίθημι]] κ.ά. και με τη [[σειρά]] της παρήγαγε επίθετα σε -<i>θέσιμος</i>, [[πρβλ]]. [[αναθέσιμος]], [[διαθέσιμος]], [[υπερθέσιμος]]].
}}
}}