3,273,742
edits
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=λοῦσσον, τὸ (Α)<br />η λευκή [[ρητινώδης]] [[εντεριώνη]] του ελάτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται πιθ. σε <i>λovκ</i>-<i>yoν</i> και [[είναι]] παράγωγο ενός ονόματος με σημ. «[[λευκότητα]], φως», το οποίο θα εμφάνιζε την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>loug</i>- της ΙΕ ρίζας <i>leuq</i>- «[[λάμπω]], [[φωτεινός]]» ([[πρβλ]]. λατ. <i>lux</i> «φως»). Η λ., [[επομένως]], θα είχε αρχικά τη σημ. «[[φωτεινότητα]], ακτινοβολούν φως». Συνδέεται πιθ. με αρχ. σλαβ. <i>luča</i> «[[ακτίνα]]», λατ. <i>lucus</i> «[[δάσος]]» και με τα: [[λευκός]], [[λεύσσω]], [[λύχνος]]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |