κρούμα: Difference between revisions
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=κροῦμα, τὸ (Α) [[κρούω]]<br /><b>1.</b> [[κρούση]], [[χτύπημα]]<br /><b>2.</b> [[τόνος]] ή [[νότα]] που παράγεται από έγχορδο ή πνευστό μουσικό όργανο (α. «ὁ [[δίκαιος]] [[ἀμείνων]] κοινωνὸς τοῦ κιθαριστικοῦ, [[ὥσπερ]] ό κιθαριστικὸς τοῦ δικαίου εἰς κρουμάτων;», <b>Πλάτ.</b><br />β. «αὐλεῑ... σαπρὰ κρούματα», Θεόπ.)<br /><b>3.</b> [[μελωδία]] («ῷδαὶ καὶ κρούματα», Ιουλ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 20:33, 13 June 2022
Greek Monolingual
κροῦμα, τὸ (Α) κρούω
1. κρούση, χτύπημα
2. τόνος ή νότα που παράγεται από έγχορδο ή πνευστό μουσικό όργανο (α. «ὁ δίκαιος ἀμείνων κοινωνὸς τοῦ κιθαριστικοῦ, ὥσπερ ό κιθαριστικὸς τοῦ δικαίου εἰς κρουμάτων;», Πλάτ.
β. «αὐλεῑ... σαπρὰ κρούματα», Θεόπ.)
3. μελωδία («ῷδαὶ καὶ κρούματα», Ιουλ.).