ἀνθρωποφανής: Difference between revisions

From LSJ

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source
(big3_4)
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές [[que tiene apariencia humana]] Philost.<i>HE</i> 3.11.
|dgtxt=-ές [[que tiene apariencia humana]] Philost.<i>HE</i> 3.11.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνθρωποφανής]] (-οῦς), -ές (Μ)<br />αυτός που έχει ανθρώπινη [[εμφάνιση]].
}}
}}

Latest revision as of 20:35, 13 June 2022

German (Pape)

[Seite 235] ές, als Mensch erscheinend, Menschen ähnlich, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωποφᾰνής: -ές, (φαίνομαι) ὁ φαινόμενος ὡς ἄνθρωπος, Φιλοστοργ. 497Β.

Spanish (DGE)

-ές que tiene apariencia humana Philost.HE 3.11.

Greek Monolingual

ἀνθρωποφανής (-οῦς), -ές (Μ)
αυτός που έχει ανθρώπινη εμφάνιση.