ἀνθρωποπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459
m (Text replacement - " Cristo " to " Cristo ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνθρωποπρεπής]] (-οῡς), -ές (AM)<br />αυτός που αρμόζει σε άνθρωπο.
|mltxt=[[ἀνθρωποπρεπής]] (-οῦς), -ές (AM)<br />αυτός που αρμόζει σε άνθρωπο.
}}
}}

Revision as of 20:35, 13 June 2022

German (Pape)

[Seite 235] ές, für Menschen schicklich, anständig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωποπρεπής: -ές, ὡς πρέπει ἢ ἁρμόζει εἰς ἄνθρωπον, Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. -πῶς, Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ές
1 propio de un hombre τὰ ... νόμιμα PMonac.8.5 (VI d.C.), σύνεσις Cyr.Al.M.73.148C
adaptado a la capacidad humana de la revelación entregada a los profetas, Cyr.Al.M.70.1084A
que se ajusta o adapta al hombre de la naturaleza humana de Cristo, Cyr.Al.Ep.40 p.27, cf. Dion.Ar.CH M.3.181C.
2 adv. -ῶς a la manera de los hombres de Cristo como ἀρχηγός Procop.Gaz.M.87.1296C, προφῆται ... τὰ μὲν τῇ θεότητι αὐτοῦ διαφέροντα ῥήματα θεοπρεπῶς ἔλεγον, τὰ δὲ τῷ σώματι αὐτοῦ ἀ. Diad.Ascens.5.

Greek Monolingual

ἀνθρωποπρεπής (-οῦς), -ές (AM)
αυτός που αρμόζει σε άνθρωπο.