χονδρώδης: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[χονδρώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[χόνδρος]]<br />αυτός που μοιάζει με χόνδρο ως [[προς]] τη [[φύση]] ή τη [[σύσταση]] («[[χονδρώδης]] χιτὼν ὀφθαλμοῡ», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[χονδρώδης]] [[ιστός]]»<br /><b>(ιστολ.)</b> [[μορφή]] συνδετικού ιστού που εμφανίζει [[σύσταση]] και όψη χόνδρου<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μοιάζει με χόνδρους, με κόκκους, ή αυτός που αποτελείται από χόνδρους («ἄλευρα χονδρώδη», Ιπποκρ.).
|mltxt=-ες / [[χονδρώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[χόνδρος]]<br />αυτός που μοιάζει με χόνδρο ως [[προς]] τη [[φύση]] ή τη [[σύσταση]] («[[χονδρώδης]] χιτὼν ὀφθαλμοῦ», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[χονδρώδης]] [[ιστός]]»<br /><b>(ιστολ.)</b> [[μορφή]] συνδετικού ιστού που εμφανίζει [[σύσταση]] και όψη χόνδρου<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μοιάζει με χόνδρους, με κόκκους, ή αυτός που αποτελείται από χόνδρους («ἄλευρα χονδρώδη», Ιπποκρ.).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χονδρώδης:''' хрящевидный (τῆς καρδίας δεσμοί Arst.): τὸ χονδρῶδες Arst. хрящевая часть.
|elrutext='''χονδρώδης:''' хрящевидный (τῆς καρδίας δεσμοί Arst.): τὸ χονδρῶδες Arst. хрящевая часть.
}}
}}