χονδρώδης

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χονδρώδης Medium diacritics: χονδρώδης Low diacritics: χονδρώδης Capitals: ΧΟΝΔΡΩΔΗΣ
Transliteration A: chondrṓdēs Transliteration B: chondrōdēs Transliteration C: chondrodis Beta Code: xondrw/dhs

English (LSJ)

χονδρῶδες,
A like groats, granular, f.l. in Hp.Nat.Mul.105 (leg. χονδροτέρα).
II like gristle, cartilaginous, Id.Mochl.1, Arist.HA493a7, 524b27 (Comp.), PA654b25, Aret.SD1.9, al.; opp. νευρώδης, ὀστώδης, Arist.HA500b20; χονδρώδη, τά, the swimmerets of crayfish, ib.549a25.

German (Pape)

[Seite 1364] ες, 1) graupenartig. – 2) knorpelartig, -ähnlich, Arist. H. A. 1, 12. 16.

Russian (Dvoretsky)

χονδρώδης: хрящевидный (τῆς καρδίας δεσμοί Arst.): τὸ χονδρῶδες Arst. хрящевая часть.

Greek (Liddell-Scott)

χονδρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς χόνδρους ἢ χονδροαλεσμένον ἄλευρον, ἐκ χόνδρων ἢ κόκκων ἀποτελούμενος, Ἱππ. 585, 33, Ἀθήν. 115D. ΙΙ. ὅμοιος πρὸς χόνδρον τοῦ σώματος Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 778, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 1. 12, 1., 1. 16, 13, Περὶ Ζῴων Μορ. 2. 9, 6, κ. ἀλλ.· ἐναντίον τοῦ νευρώδης, ὀστώδης ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 2. 1, 46· τὸ χονδρῶδες, τὸ μέρος τὸ ἐκ χόνδρων συγκείμενον, αὐτόθι 4. 1, 22.

Greek Monolingual

-ες / χονδρώδης, -ῶδες, ΝΑ χόνδρος
αυτός που μοιάζει με χόνδρο ως προς τη φύση ή τη σύστασηχονδρώδης χιτὼν ὀφθαλμοῦ», Πολυδ.)
νεοελλ.
φρ. «χονδρώδης ιστός»
(ιστολ.) μορφή συνδετικού ιστού που εμφανίζει σύσταση και όψη χόνδρου
αρχ.
αυτός που μοιάζει με χόνδρους, με κόκκους, ή αυτός που αποτελείται από χόνδρους («ἄλευρα χονδρώδη», Ιπποκρ.).