αμφιθαλής: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζον → there is no greater pain than grief
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ἀμφιθαλής]]) [[θάλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει κοινούς με άλλον και τους δύο γονείς<br />«αμφιθαλείς αδελφοί», οι ομοπάτριοι και ομομήτριοι (πρβλ. [[ετεροθαλής]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κυριολεκτικά, αυτός που θάλλει, που ανθίζει και από τις δύο πλευρές (λέγεται για το [[παιδί]] που και οι δύο γονείς του βρίσκονται στη ζωή)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[αφθονία]] αγαθών<br /><b>3.</b> αυτός που βρίθει, που έχει [[κάτι]] σε [[αφθονία]]<br /><b>4.</b> (για πράγματα) [[πλήρης]], [[τέλειος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἀμφιθαλῆ | |mltxt=-ές (Α [[ἀμφιθαλής]]) [[θάλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει κοινούς με άλλον και τους δύο γονείς<br />«αμφιθαλείς αδελφοί», οι ομοπάτριοι και ομομήτριοι (πρβλ. [[ετεροθαλής]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κυριολεκτικά, αυτός που θάλλει, που ανθίζει και από τις δύο πλευρές (λέγεται για το [[παιδί]] που και οι δύο γονείς του βρίσκονται στη ζωή)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[αφθονία]] αγαθών<br /><b>3.</b> αυτός που βρίθει, που έχει [[κάτι]] σε [[αφθονία]]<br /><b>4.</b> (για πράγματα) [[πλήρης]], [[τέλειος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἀμφιθαλῆ κακοῖς», περικυκλωμένο από [[δεινά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θαλής</i> <span style="color: red;"><</span> [[θάλος]] <span style="color: red;"><</span> [[θάλλω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:55, 18 June 2022
Greek Monolingual
-ές (Α ἀμφιθαλής) θάλος
νεοελλ.
αυτός που έχει κοινούς με άλλον και τους δύο γονείς
«αμφιθαλείς αδελφοί», οι ομοπάτριοι και ομομήτριοι (πρβλ. ετεροθαλής)
αρχ.
1. κυριολεκτικά, αυτός που θάλλει, που ανθίζει και από τις δύο πλευρές (λέγεται για το παιδί που και οι δύο γονείς του βρίσκονται στη ζωή)
2. αυτός που έχει αφθονία αγαθών
3. αυτός που βρίθει, που έχει κάτι σε αφθονία
4. (για πράγματα) πλήρης, τέλειος
5. φρ. «ἀμφιθαλῆ κακοῖς», περικυκλωμένο από δεινά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -θαλής < θάλος < θάλλω.