ῥυσόομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
(6_1) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥῡσόομαι''': (ῥυσὸς) Παθ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] ῥυτιδωτός, πληροῦμαι ῥυτίδων, «ζαρώνω», δέρμα Ἀριστ. Προβλ. 24. 10, 2· ἐπὶ καρπῶν, Διοσκ. 3. 12. - Τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ ἐν Ἱππιατρ. 48, 23. | |lstext='''ῥῡσόομαι''': (ῥυσὸς) Παθ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] ῥυτιδωτός, πληροῦμαι ῥυτίδων, «ζαρώνω», δέρμα Ἀριστ. Προβλ. 24. 10, 2· ἐπὶ καρπῶν, Διοσκ. 3. 12. - Τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ ἐν Ἱππιατρ. 48, 23. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥῡσόομαι:''' [[сморщиваться]], [[покрываться морщинами]] (τὸ [[δέρμα]] ῥυσοῦται Arst.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:40, 20 August 2022
Greek (Liddell-Scott)
ῥῡσόομαι: (ῥυσὸς) Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι ῥυτιδωτός, πληροῦμαι ῥυτίδων, «ζαρώνω», δέρμα Ἀριστ. Προβλ. 24. 10, 2· ἐπὶ καρπῶν, Διοσκ. 3. 12. - Τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ ἐν Ἱππιατρ. 48, 23.
Russian (Dvoretsky)
ῥῡσόομαι: сморщиваться, покрываться морщинами (τὸ δέρμα ῥυσοῦται Arst.).