ῥυσόομαι

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source

Greek (Liddell-Scott)

ῥῡσόομαι: (ῥυσὸς) Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι ῥυτιδωτός, πληροῦμαι ῥυτίδων, «ζαρώνω», δέρμα Ἀριστ. Προβλ. 24. 10, 2· ἐπὶ καρπῶν, Διοσκ. 3. 12. - Τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ ἐν Ἱππιατρ. 48, 23.

Russian (Dvoretsky)

ῥῡσόομαι: сморщиваться, покрываться морщинами (τὸ δέρμα ῥυσοῦται Arst.).