Ναύπλιος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
(3b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Ναύπλιος:''' навплийский Eur.
|elrutext='''Ναύπλιος:''' [[навплийский]] Eur.
}}
}}

Latest revision as of 12:40, 20 August 2022

Greek Monolingual

Ναύπλιος και Ναυπλίειος, -α, -ον (Α) Ναύπλιον
αυτός που ανήκει στο Ναύπλιο ή αυτός που κατάγεται από το Ναύπλιο.

Russian (Dvoretsky)

Ναύπλιος: навплийский Eur.