λαχανεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
(6_6)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾰχᾰνεύομαι''': ἐπὶ πεδίου, [[χρησιμεύω]] πρὸς φύτευσιν λαχάνων, «ἔνια τῶν πεδίων σπείρεσθαι δι’ ἔτους δίς... τινὰ δὲ καὶ λαχανεύεσθαι τῷ τετάρτῳ σπόρῳ» Στράβ. 243, Ἀππ. Καρχηδ. 117. 2) τρώγομαι ὡς [[λάχανον]], λαχανεύεται δὲ ἑφθὸν Διοσκ. 2. 145. ΙΙ. Μέσ., [[συλλέγω]] λάχανα, Λουκ. Λεξιφ. 2.
|lstext='''λᾰχᾰνεύομαι''': ἐπὶ πεδίου, [[χρησιμεύω]] πρὸς φύτευσιν λαχάνων, «ἔνια τῶν πεδίων σπείρεσθαι δι’ ἔτους δίς... τινὰ δὲ καὶ λαχανεύεσθαι τῷ τετάρτῳ σπόρῳ» Στράβ. 243, Ἀππ. Καρχηδ. 117. 2) τρώγομαι ὡς [[λάχανον]], λαχανεύεται δὲ ἑφθὸν Διοσκ. 2. 145. ΙΙ. Μέσ., [[συλλέγω]] λάχανα, Λουκ. Λεξιφ. 2.
}}
{{elru
|elrutext='''λᾰχᾰνεύομαι:''' [[собирать овощи или зелья]] Luc.
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 20 August 2022

German (Pape)

[Seite 19] med., sich Gemüse sammeln, Luc. Leziph. 2; – pass. mit Gemüsen bebau't werden, Strab. 5, 4, 3 App. Pun. 117.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰχᾰνεύομαι: ἐπὶ πεδίου, χρησιμεύω πρὸς φύτευσιν λαχάνων, «ἔνια τῶν πεδίων σπείρεσθαι δι’ ἔτους δίς... τινὰ δὲ καὶ λαχανεύεσθαι τῷ τετάρτῳ σπόρῳ» Στράβ. 243, Ἀππ. Καρχηδ. 117. 2) τρώγομαι ὡς λάχανον, λαχανεύεται δὲ ἑφθὸν Διοσκ. 2. 145. ΙΙ. Μέσ., συλλέγω λάχανα, Λουκ. Λεξιφ. 2.

Russian (Dvoretsky)

λᾰχᾰνεύομαι: собирать овощи или зелья Luc.