χρησιμεύω
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
English (LSJ)
to be useful or be serviceable, τοῖς ἐπιλήπτοις Thphr. Fr.175, cf. Phld.Rh.1.221, al., Luc.DMort.10.9; τῇ πατρίδι IGRom. 4.1228 (Thyatira); πρός τι D.S.1.81, Dsc.2.149; εἴς τι Epicur.Fr. 458, Gal.19.396, Iamb. in Nic.p.12P.: abs., LXX Wi.4.3, Muson. Fr.18Ap.95 H., Alex.Aphr. in Top.430.2: sens. obsc., D.L.6.91:— rejected by the Atticists, cf. Phryn.367.
German (Pape)
[Seite 1374] brauchbar, nützlich, dienlich sein, Nicom. arithm. 1, 8; vgl. Lob. Phryn. 386.
French (Bailly abrégé)
être utile à, τινι.
Étymologie: χρήσιμος.
Russian (Dvoretsky)
χρησῐμεύω: быть полезным, оказывать услуги (πολλὰ χρησιμεῦσαί τινι ἐν τῷ βίῳ Luc.): χ. τινὶ πρός τι Diod. быть полезным кому-л. в чем-л.
Greek (Liddell-Scott)
χρησῐμεύω: εἶμαι χρήσιμος, ὠφέλιμος, τινὶ Θεοφρ. Ἀποσπ. 15. 1, Διόδ. 1. 81, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 9· χρ. τῇ πατρίδι Συλλ. Ἐπιγρ. 3490· πρός τι Διοσκ. 5. 84· εἴς τι Ἄννα Κομν. 1. 121· ἀπολ., Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Δ΄, 3)· - ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Διογ. Λαέρτ. 6. 91· - ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν Ἀττικιζόντων, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 386 καὶ ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 7· - παρὰ τῷ Τζέτζῃ εὕρηται καὶ χρησιμέω, ἅπαντα τὰ χρησιμοῦντα τούτοις Τζέτζ. Ἀλληγ. Ὁμ. Ἰλ. Ε. 116.
Greek Monolingual
ΝΜΑ χρήσιμος
είμαι χρήσιμος σε κάποιον για κάτι.
Greek Monotonic
χρησῐμεύω: είμαι χρήσιμος ή ωφέλιμος, τινι, σε κάποιον, σε Λουκ.
Middle Liddell
χρησῐμεύω,
to be useful or serviceable, τινί to one, Luc.