ἔγγαμος: Difference between revisions

From LSJ

θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.

Source
(10)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[casado]]op. παρθένος Gr.Nyss.<i>Res</i>.249.20, Cyr.H.<i>Catech</i>.17.7, Epiph.Const.<i>Haer</i>.67.2.6.<br /><b class="num">2</b> subst. ὁ ἔ. [[matrimonio]] ἡ ἐγγάμων καὶ παιδοποιίας [[διαδοχή]] Didym.<i>in Zach</i>.1.234.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[casado]] op. [[παρθένος]] Gr.Nyss.<i>Res</i>.249.20, Cyr.H.<i>Catech</i>.17.7, Epiph.Const.<i>Haer</i>.67.2.6.<br /><b class="num">2</b> subst. ὁ ἔ. [[matrimonio]] ἡ ἐγγάμων καὶ παιδοποιίας [[διαδοχή]] Didym.<i>in Zach</i>.1.234.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔγγαμος]], -ον)<br />αυτός που έχει συνάψει γάμο, ο παντρεμένος.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔγγαμος]], -ον)<br />αυτός που έχει συνάψει γάμο, ο παντρεμένος.
}}
}}

Latest revision as of 15:45, 22 August 2022

Greek (Liddell-Scott)

ἔγγᾰμος: -ον, νενυμφευμένος, «ὑπανδρευμένος», Ἰω. Χρυσ. πρὸς Κορινθ. τ. 3. σ. 408.

Spanish (DGE)

-ον
1 casado op. παρθένος Gr.Nyss.Res.249.20, Cyr.H.Catech.17.7, Epiph.Const.Haer.67.2.6.
2 subst. ὁ ἔ. matrimonio ἡ ἐγγάμων καὶ παιδοποιίας διαδοχή Didym.in Zach.1.234.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔγγαμος, -ον)
αυτός που έχει συνάψει γάμο, ο παντρεμένος.