Φρεάρριος: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(Bailly1_5)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />du dème [[Φρέαρροι]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />du dème [[Φρέαρροι]].
}}
{{grml
|mltxt=και πιθ. τ. Φρεάρροος, -ον, Α<br /><b>1.</b> [[προσωνυμία]] της θεάς Δήμητρος, [[πιθανώς]] λόγω του αφιερωμένου σ' αυτήν Καλλιχόρου φρέατος στην Ελευσίνα<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ Φρεάρριοι</i><br />[[ονομασία]] δήμου.
}}
{{elru
|elrutext='''Φρεάρριος:''' ὁ [[житель или уроженец дема Фреарры]] Dem.
}}
}}

Latest revision as of 10:07, 23 August 2022

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
du dème Φρέαρροι.

Greek Monolingual

και πιθ. τ. Φρεάρροος, -ον, Α
1. προσωνυμία της θεάς Δήμητρος, πιθανώς λόγω του αφιερωμένου σ' αυτήν Καλλιχόρου φρέατος στην Ελευσίνα
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Φρεάρριοι
ονομασία δήμου.

Russian (Dvoretsky)

Φρεάρριος:житель или уроженец дема Фреарры Dem.