γλωσσοκομείον: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(8)
 
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=γλωσσοκομεῑον και γλωττοκομεῑον, το (Α) [[γλωσσόκομον]]<br /><b>1.</b> [[κιβώτιο]] για τη [[φύλαξη]] γλωττίδων, στομίων τών αυλών<br /><b>2.</b> ορθοπεδική [[συσκευή]] για να συγκρατεί ακίνητο κάποιο εξαρθρωμένο ή σπασμένο [[μέλος]] του σώματος<br /><b>3.</b> το γυναικείο [[αιδοίο]].
|mltxt=γλωσσοκομεῖον και γλωττοκομεῖον, το (Α) [[γλωσσόκομον]]<br /><b>1.</b> [[κιβώτιο]] για τη [[φύλαξη]] γλωττίδων, στομίων τών αυλών<br /><b>2.</b> ορθοπεδική [[συσκευή]] για να συγκρατεί ακίνητο κάποιο εξαρθρωμένο ή σπασμένο [[μέλος]] του σώματος<br /><b>3.</b> το γυναικείο [[αιδοίο]].
}}
}}

Revision as of 10:21, 24 August 2022

Greek Monolingual

γλωσσοκομεῖον και γλωττοκομεῖον, το (Α) γλωσσόκομον
1. κιβώτιο για τη φύλαξη γλωττίδων, στομίων τών αυλών
2. ορθοπεδική συσκευή για να συγκρατεί ακίνητο κάποιο εξαρθρωμένο ή σπασμένο μέλος του σώματος
3. το γυναικείο αιδοίο.