άμυος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
(3)
 
m (Text replacement - "μῡς" to "μῦς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄμυος]], -ον (Α) [[μῡς]]<br />αυτός που δεν έχει μυώνες, ή που έχει αδύνατους, λεπτούς μυς (αντίθετα [[μυώδης]]).
|mltxt=[[ἄμυος]], -ον (Α) [[μῦς]]<br />αυτός που δεν έχει μυώνες, ή που έχει αδύνατους, λεπτούς μυς (αντίθετα [[μυώδης]]).
}}
}}

Latest revision as of 11:12, 24 August 2022

Greek Monolingual

ἄμυος, -ον (Α) μῦς
αυτός που δεν έχει μυώνες, ή που έχει αδύνατους, λεπτούς μυς (αντίθετα μυώδης).