μυώδης
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
μυῶδες,
A mouse-like, τὸ δακεῖν μ. Plu.2.458c.
II (μῦς IV) muscular, D.S.5.39, Ruf.Onom.96, Plu.2.733b, Arr.Cyn.6.2.
German (Pape)
[Seite 224] ες, 1) mäuseartig, τὸ ἐμφῦναι καὶ δακεῖν μυρμηκῶδες καὶ μυῶδες, Plut. de cohib. ira 10. – 2) voll Muskeln; Plut. Symp. 8, 9, 3 M.; εὔτονοι καὶ μυώδεις τοῖς σώμασιν, D. Sic. 5, 39.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 de rat;
2 musculeux.
Étymologie: μῦς, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
μῡώδης:
1 мышиный, соответствующий мышиной природе (τὸ δακεῖν Plut.);
2 с развитыми мышцами, мускулистый Plut., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
μυώδης: -ες, (εἶδος) ὡς πράττει ὁ μῦς, τὸ δ’ ἐμφῦναι καὶ δακεῖν μυρμηκῶδες καὶ μυῶδες, εἶναι ἴδιον τῶν μυρμήκων καὶ μυῶν, Πλούτ. 2. 458C. ΙΙ. (μῦς IV) πλήρης μυώνων, ῥωμαλέος, οἱ ἐμβιοῦντες ὄρεσιν... εὔτονοι καὶ μυώδεις γίνονται τοῖς σώμασιν Διόδ. 5, 39, Πλούτ. 2, 733C· τὸ γενναῖον καὶ μυῶδες τοῦ σώματος Ἀρρ. Κυν. 6. 2.
Greek Monolingual
-ες (Α μυώδης, -ῶδες) μυς
αυτός που έχει ανεπτυγμένους μυς, που είναι γεμάτος με μυώνες, ρωμαλέος
νεοελλ.
σχετικός με τους μυς
αρχ.
1. όμοιος με το ποντίκι
2. αυτός που ταιριάζει σε ποντικό ή είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του ποντικού («τὸ δ' ἐμφῡναι καὶ δακεῖν μυρμηκῶδες και μυῶδες», Πλούτ.).