ἄμυος
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
ἄμυον, not showing muscle, σκέλος Hp.Art.52, cf. Orib.Syn. 5.44.20.
Spanish (DGE)
-ον
no musculado, sin músculo σκέλος Hp.Art.52, cf. Orib.Syn.5.44.20, Gal.1.631.
German (Pape)
[Seite 132] ohne (sichtbare) Muskeln, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμυος: -ον, ὁ μὴ ἔχων μῦς ἤτοι μυῶνας, σκέλος Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 819.
Greek Monolingual
ἄμυος, -ον (Α) μῦς
αυτός που δεν έχει μυώνες, ή που έχει αδύνατους, λεπτούς μυς (αντίθετα μυώδης).