διαφραγμός: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
(big3_11)
 
m (Text replacement - "(lat\. <i>)([a-zA-Zñáéíóúü\s]+)(<\/i>)" to "$1$2$3")
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />(formado para traducir lat. <i>cancellum</i>) [[cancel]], [[celosía]] ἔρυμα, ὡς ἄν τις εἴποι ‘διαφραγμόν’, ξυλουργές ... ἐπὶ μέσου διέτεινε τοῦ δικαστηρίου Lyd.<i>Mag</i>.3.37.
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />(formado para traducir lat. <i>[[cancellum]]</i>) [[cancel]], [[celosía]] ἔρυμα, ὡς ἄν τις εἴποι ‘διαφραγμόν’, ξυλουργές ... ἐπὶ μέσου διέτεινε τοῦ δικαστηρίου Lyd.<i>Mag</i>.3.37.
}}
}}

Revision as of 13:52, 1 September 2022

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
(formado para traducir lat. cancellum) cancel, celosía ἔρυμα, ὡς ἄν τις εἴποι ‘διαφραγμόν’, ξυλουργές ... ἐπὶ μέσου διέτεινε τοῦ δικαστηρίου Lyd.Mag.3.37.