Τυνδαρίδας: Difference between revisions

From LSJ

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source
(SL_2)
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:


{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>Τυνδᾰρῐδας</b> (-ίδας, -ιδᾶν, -ίδαις.) [[one]] of the Dioskouroi, whose [[chief]] [[shrine]] [[was]] at Therapnai. [[ταχέως]] δ' ἐπ ἀδελφεοῦ βίαν [[πάλιν]] χώρησεν ὁ Τυνδαρίδας (= Polydeukes, [[who]] is [[son]] of [[Zeus]], v. 80) (N. 10.73) Τυνδαρίδας δ' ἐν Ἀχαιοῖς ὑψίπεδον Θεράπνας οἰκέων [[ἕδος]] (Kastor) 1. 1. 31. pl. <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> Τυνδαρίδαις τε φιλοξείνοις [[ἁδεῖν]] καλλιπλοκάμῳ θ' Ἑλένᾳ (O. 3.1) [[κῦδος]] εὐίππων διδόντων Τυνδαριδᾶν (O. 3.39) λευκοπώλων Τυνδαριδᾶν βαθύδοξοι γείτονες (the Spartans) (P. 1.66) Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Τυνδαρίδαις (N. 10.38) ἐν Τυν]δαριδᾶν ἱερῷ [τεμέ]νει πεφυτευμένον ἄλ[σος (supp. Lobel) (Pae. 18.1) v. *fr. 140c*, (P. 4.171) —2.
|sltr=<b>Τυνδᾰρῐδας</b> (-ίδας, -ιδᾶν, -ίδαις.) [[one]] of the Dioskouroi, whose [[chief]] [[shrine]] [[was]] at Therapnai. [[ταχέως]] δ' ἐπ ἀδελφεοῦ βίαν [[πάλιν]] χώρησεν ὁ Τυνδαρίδας (= Polydeukes, [[who]] is [[son]] of [[Zeus]], v. 80) (N. 10.73) Τυνδαρίδας δ' ἐν Ἀχαιοῖς ὑψίπεδον Θεράπνας οἰκέων [[ἕδος]] (Kastor) 1. 1. 31. pl. Τυνδαρίδαις τε φιλοξείνοις [[ἁδεῖν]] καλλιπλοκάμῳ θ' Ἑλένᾳ (O. 3.1) [[κῦδος]] εὐίππων διδόντων Τυνδαριδᾶν (O. 3.39) λευκοπώλων Τυνδαριδᾶν βαθύδοξοι γείτονες (the Spartans) (P. 1.66) Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Τυνδαρίδαις (N. 10.38) ἐν Τυν]δαριδᾶν ἱερῷ [τεμέ]νει πεφυτευμένον ἄλ[σος (supp. Lobel) (Pae. 18.1) v. *fr. 140c*, (P. 4.171) —2.
}}
{{elru
|elrutext='''Τυνδᾰρίδᾱς:''' ου (ῐ) ὁ дор. = [[Τυνδαρίδης]].
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 3 September 2022

English (Slater)

Τυνδᾰρῐδας (-ίδας, -ιδᾶν, -ίδαις.) one of the Dioskouroi, whose chief shrine was at Therapnai. ταχέως δ' ἐπ ἀδελφεοῦ βίαν πάλιν χώρησεν ὁ Τυνδαρίδας (= Polydeukes, who is son of Zeus, v. 80) (N. 10.73) Τυνδαρίδας δ' ἐν Ἀχαιοῖς ὑψίπεδον Θεράπνας οἰκέων ἕδος (Kastor) 1. 1. 31. pl. Τυνδαρίδαις τε φιλοξείνοις ἁδεῖν καλλιπλοκάμῳ θ' Ἑλένᾳ (O. 3.1) κῦδος εὐίππων διδόντων Τυνδαριδᾶν (O. 3.39) λευκοπώλων Τυνδαριδᾶν βαθύδοξοι γείτονες (the Spartans) (P. 1.66) Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Τυνδαρίδαις (N. 10.38) ἐν Τυν]δαριδᾶν ἱερῷ [τεμέ]νει πεφυτευμένον ἄλ[σος (supp. Lobel) (Pae. 18.1) v. *fr. 140c*, (P. 4.171) —2.

Russian (Dvoretsky)

Τυνδᾰρίδᾱς: ου (ῐ) ὁ дор. = Τυνδαρίδης.