κοίτα: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
(SL_2)
 
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>κοίτα</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> sleeping [[with]], [[love]]-[[making]] καὶ [[τότε]] γνοὺς Ἴσχυος Εἰλατίδα ξεινίαν κοίταν (P. 3.32) ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; (sc. Κλυταιμήστραν) (P. 11.25)
|sltr=<b>κοίτα</b> sleeping [[with]], [[love]]-[[making]] καὶ [[τότε]] γνοὺς Ἴσχυος Εἰλατίδα ξεινίαν κοίταν (P. 3.32) ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; (sc. Κλυταιμήστραν) (P. 11.25)
}}
{{elru
|elrutext='''κοίτα:''' ἡ дор. = [[κοίτη]].
}}
}}

Latest revision as of 11:30, 3 September 2022

English (Slater)

κοίτα sleeping with, love-making καὶ τότε γνοὺς Ἴσχυος Εἰλατίδα ξεινίαν κοίταν (P. 3.32) ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; (sc. Κλυταιμήστραν) (P. 11.25)

Russian (Dvoretsky)

κοίτα: ἡ дор. = κοίτη.