βούρλο: Difference between revisions
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(7) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και βρούλο, το (AM | |mltxt=[[βούρλο]] και [[βρούλο]], το (AM [[βροῦλλον]] και [[βροῦλον]] και [[βρύλλον]] και [[βρύλον]])<br />υδροχαρές [[φυτό]] της τάξης των βουρλωδών από τα φύλλα του οποίου κατασκευάζονται ψάθες, καλάθια, σκοινιά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κλώνος]] του βούρλου<br /><b>2.</b> [[ορμαθός]], [[βουρλιά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «του κόπηκε το [[βούρλο]]» — πέθανε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[βούρλο]], <i>βρούλο</i> <span style="color: red;"><</span> (αρχ. -μσν.) <i>βρού</i> (<i>λ</i>) <i>λον</i>, <i>βρύ</i> (<i>λ</i>) <i>λον</i>, τύποι άγνωστης ετυμολ.]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:31, 7 September 2022
Greek Monolingual
βούρλο και βρούλο, το (AM βροῦλλον και βροῦλον και βρύλλον και βρύλον)
υδροχαρές φυτό της τάξης των βουρλωδών από τα φύλλα του οποίου κατασκευάζονται ψάθες, καλάθια, σκοινιά
νεοελλ.
1. κλώνος του βούρλου
2. ορμαθός, βουρλιά
3. φρ. «του κόπηκε το βούρλο» — πέθανε.
[ΕΤΥΜΟΛ. βούρλο, βρούλο < (αρχ. -μσν.) βρού (λ) λον, βρύ (λ) λον, τύποι άγνωστης ετυμολ.].