βούρλο

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source

Greek Monolingual

βούρλο και βρούλο, το (AM βροῦλλον και βροῦλον και βρύλλον και βρύλον)
υδροχαρές φυτό της τάξης των βουρλωδών από τα φύλλα του οποίου κατασκευάζονται ψάθες, καλάθια, σκοινιά
νεοελλ.
1. κλώνος του βούρλου
2. ορμαθός, βουρλιά
3. φρ. «του κόπηκε το βούρλο» — πέθανε.
[ΕΤΥΜΟΛ. βούρλο, βρούλο < (αρχ. -μσν.) βρού (λ) λον, βρύ (λ) λον, τύποι άγνωστης ετυμολ.].