Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βούρλο

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439

Greek Monolingual

βούρλο και βρούλο, το (AM βροῦλλον και βροῦλον και βρύλλον και βρύλον)
υδροχαρές φυτό της τάξης των βουρλωδών από τα φύλλα του οποίου κατασκευάζονται ψάθες, καλάθια, σκοινιά
νεοελλ.
1. κλώνος του βούρλου
2. ορμαθός, βουρλιά
3. φρ. «του κόπηκε το βούρλο» — πέθανε.
[ΕΤΥΜΟΛ. βούρλο, βρούλο < (αρχ. -μσν.) βρού (λ) λον, βρύ (λ) λον, τύποι άγνωστης ετυμολ.].