δενδρολίβανον: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - " L.]]," to "]] L.,")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br />bot.<br /><b class="num">1</b> [[romero]], [[Rosmarinus officinalis L.]], Gal.12.67, 14.577, Aët.1.129 (cód.), <i>Gp</i>.11.15 (tít.), 16, <i>Hippiatr.Cant</i>.80.22.<br /><b class="num">2</b> [[abrótano]], <i>Gloss</i>.3.589.
|dgtxt=-ου, τό<br />bot.<br /><b class="num">1</b> [[romero]], [[Rosmarinus officinalis]] L., Gal.12.67, 14.577, Aët.1.129 (cód.), <i>Gp</i>.11.15 (tít.), 16, <i>Hippiatr.Cant</i>.80.22.<br /><b class="num">2</b> [[abrótano]], <i>Gloss</i>.3.589.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:55, 10 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδρολίβᾰνον Medium diacritics: δενδρολίβανον Low diacritics: δενδρολίβανον Capitals: ΔΕΝΔΡΟΛΙΒΑΝΟΝ
Transliteration A: dendrolíbanon Transliteration B: dendrolibanon Transliteration C: dendrolivanon Beta Code: dendroli/banon

English (LSJ)

[ῐ], τό, rosemary, Rosmarinus officinalis, Gal.12.67, Aët.1.130, Gp.11.15 tit.

Spanish (DGE)

-ου, τό
bot.
1 romero, Rosmarinus officinalis L., Gal.12.67, 14.577, Aët.1.129 (cód.), Gp.11.15 (tít.), 16, Hippiatr.Cant.80.22.
2 abrótano, Gloss.3.589.

Greek Monolingual

το και δενδρολίβανος, ο
βλ. δεντρολίβανο.

Wikipedia EL

Δενδρολίβανο

Το δενδρολίβανο (αρχ. ελλ. ἀπόσπληνος), γνωστό και ως αρισμαρί, στην Κύπρο είναι γνωστό με το όνομα λασμαρί, είναι αρωματικός, αειθαλής θάμνος ο οποίος ανήκει στο γένος Ροσμαρίνος και στην οικογένεια των Χειλανθών. Tο γένος Rosmarinus περιλαμβάνει, εκτός του γνωστού (R. officinalis) που αναφέρεται και ως λιβανωτίς (Διοσκ.) και ως δενδρολίβανον το φαρμακευτικόν, και μερικά άλλα είδη, μεταξύ των οποίων και τα ακόλουθα: Ροσμαρίνος ο εριοκάλυξ (R. eriocalyx) και Ροσμαρίνος ο γναφαλώδης (R. tomentosus). Η λατινική ονομασία του φυτού Rosmarinus σημαίνει δροσιά της θάλασσας και είναι σύνθετη από τις λέξεις ros (δροσιά) και marinus (θαλάσσιος), γιατί πιστευόταν ότι το φυτό μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς πότισμα, αρκούμενο μόνο στην υγρασία που έρχεται από τη θάλασσα. Γνωστό φυτό στην αρχαιότητα όταν οι Αρχαίοι Έλληνες το χρησιμοποιούσαν σε διάφορες θρησκευτικές τελετές και γιορτές, σε στολισμούς κτηρίων, ναών και ως καύσιμο για θυμίαμα. Η καταγωγή του είναι από τις περιοχές της Μεσογείου αλλά σήμερα εκτός από τις περιοχές αυτές καλλιεργείται ως καλλωπιστικό για τα ωραία κυανά άνθη του σε όλη σχεδόν την Ευρώπη και τις εύκρατες περιοχές της Αμερικής. Περιέχει τανίνη και αιθέριο έλαιο, το οποίο εξάγεται με απόσταξη κυρίως από τις κορυφές των ανθοφόρων βλαστών. Τα άνθη του προτιμώνται από τις μέλισσες και γίνονται πηγή για την παραγωγή μελιού.

Wikipedia EN

Salvia rosmarinus, commonly known as rosemary, is a shrub with fragrant, evergreen, needle-like leaves and white, pink, purple, or blue flowers, native to the Mediterranean region. Until 2017, it was known by the scientific name Rosmarinus officinalis, now a synonym.

It is a member of the mint family Lamiaceae, which includes many other medicinal and culinary herbs. The name "rosemary" derives from Latin ros marinus ("dew of the sea"). The plant is also sometimes called anthos, from the ancient Greek word ἄνθος, meaning "flower". Rosemary has a fibrous root system.

Translations

ar: إكليل الجبل; ary: أزير; arz: اكليل الجبل; ast: salvia rosmarinus; azb: درمان روزمارینی; az: dərman rozmarini; bcl: romero; bg: розмарин; bn: রোজমেরি; br: roumarin; bs: ruzmarin; ca: romaní; ceb: salvia rosmarinus; csb: lékarsczi rozmarión; cs: rozmarýn lékařský; cy: rhos mair; da: rosmarin; de: Rosmarin; dsb: rosmarin; el: δενδρολίβανο; en: rosemary; eo: oficina rosmareno; es: salvia rosmarinus; et: harilik rosmariin; eu: erromero; fa: رزماری; fi: rosmariini; frr: ruusmariin; fr: romarin; ga: marós; gl: romeu; he: רוזמרין רפואי; hi: गुलमेंहदी; hr: ružmarin; hsb: rosmarin; ht: womaren; hu: rozmaring; hy: հազրեվարդ բուժիչ; ia: rosmarino; id: rosemari; io: rosmarino; is: rósmarín; ja: ローズマリー; jv: rosméri; kab: aklil; ka: როზმარინი; kn: ರೋಸ್‌ಮರಿ; ko: 로즈메리; ky: розмарин; lb: rousemaräin; lo: ຕົ້ນໂຣສ ເມຣີ; lt: kvapusis rozmarinas; lv: rozmarīns; ml: റോസ്‌മേരി; ms: rosmari; nl: rozemarijn; nn: rosmarin; no: rosmarin; nrm: romathîn; oc: romanin; pl: rozmaryn lekarski; pms: rosmarinus officinale; ps: اکليل; pt: alecrim; qu: sallika; ro: rozmarin; ru: розмарин лекарственный; rw: romarin; sco: rosemary; sc: romasinu; sh: ružmarin; simple: rosemary; si: රෝස්මෙරි; sk: rozmarín lekársky; sl: navadni rožmarin; sq: rozmarina; sr: рузмарин; sv: rosmarin; ta: ரோசுமேரி; tg: руморан; th: โรสแมรี; tr: biberiye; uk: розмарин; vec: rosmarin; vi: hương thảo; wa: rômarin; wuu: 迷迭香; zh_yue: 迷迭香; zh: 迷迭香