μηνιείος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μηνιεῑος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[μηνιαίος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ μηνιεῑα</i><br />μηνιαία σιτηρέσια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μήν</i>, <i>μηνός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιεῖος</i> ([[πρβλ]]. <i>ταλαντ</i>-<i>ιείος</i>)].
|mltxt=μηνιεῑος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[μηνιαίος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ μηνιεῖα</i><br />μηνιαία σιτηρέσια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μήν</i>, <i>μηνός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιεῖος</i> ([[πρβλ]]. <i>ταλαντ</i>-<i>ιείος</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:05, 27 September 2022

Greek Monolingual

μηνιεῑος, -α, -ον (Α)
1. ο μηνιαίος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μηνιεῖα
μηνιαία σιτηρέσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός + κατάλ. -ιεῖος (πρβλ. ταλαντ-ιείος)].