μηνιαίος
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ μηνιαῖος, -α, -ον, Α θηλ. και μηνιαῖος) μήν
1. αυτός που συμβαίνει, γίνεται ή εμφανίζεται κάθε μήνα (α. «μηνιαίο περιοδικό» β. «περίοδον μηνιαίαν», Στράβ.)
2. αυτός που διαρκεί έναν μήνα ή αυτός που αντιστοιχεί σε έναν μήνα («μηνιαία άδεια»)
νεοελλ.-μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. το μηνιαίο(ν)
μισθός που δίνεται κάθε μήνα, μηνιάτικο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μηνιαία
τα μηναία
νεοελλ.
φρ. «μηνιαίος ρυθμός»
βιολ. ένας από τους βιολογικούς ρυθμούς, ο οποίος διαρκεί κατά μέσο όρο 29,5 μέρες
αρχ.
1. το τεταρτημόριο του μήνα
2. αυτός που έχει ηλικία ενός μήνα
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μηνιαῖα
τα έμμηνα τών γυναικών.
επίρρ...
μηνιαίως και -ιαία
(ΑΜ μηνιαίως) κάθε μήνα.