κοπέας: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
(21)
 
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κοπεύς]], -έως) [[κοπή]]<br /><b>1.</b> αυτός που κόβει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αιχμηρό όργανο με το οποίο κόβονται ξύλα, μέταλλα, πέτρες κ.λπ., [[κοπίδι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξυλουργός]]<br /><b>2.</b> [[ελαιοτρίβης]]<br /><b>3.</b> η [[σμίλη]] του λιθοξόου, το [[γλύφανο]] του γλύπτη («καὶ [[μοχλία]] καὶ γλυφεῑα καὶ [[κοπέας]]», <b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=ο (Α [[κοπεύς]], -έως) [[κοπή]]<br /><b>1.</b> αυτός που κόβει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αιχμηρό όργανο με το οποίο κόβονται ξύλα, μέταλλα, πέτρες κ.λπ., [[κοπίδι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξυλουργός]]<br /><b>2.</b> [[ελαιοτρίβης]]<br /><b>3.</b> η [[σμίλη]] του λιθοξόου, το [[γλύφανο]] του γλύπτη («καὶ [[μοχλία]] καὶ γλυφεῖα καὶ [[κοπέας]]», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 15:08, 27 September 2022

Greek Monolingual

ο (Α κοπεύς, -έως) κοπή
1. αυτός που κόβει κάτι
2. αιχμηρό όργανο με το οποίο κόβονται ξύλα, μέταλλα, πέτρες κ.λπ., κοπίδι
αρχ.
1. ξυλουργός
2. ελαιοτρίβης
3. η σμίλη του λιθοξόου, το γλύφανο του γλύπτη («καὶ μοχλία καὶ γλυφεῖα καὶ κοπέας», Λουκιαν.).