στωικότητα: Difference between revisions

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
(39)
 
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
(No difference)

Latest revision as of 19:22, 27 September 2022

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ιδιότητα του στωικού
2. μτφ. ηρεμία, απάθεια, αταραξία («αντιμετωπίζει με στωικότητα τις δυσκολίες της ζωής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στωικός. Η λ., στον λόγιο τ. στωϊκότης, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά-Λεβαδέως].