συγκλονιστικός: Difference between revisions
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
(One intermediate revision by the same user not shown) | |
(No difference)
|
Latest revision as of 19:25, 27 September 2022
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
αυτός που συγκλονίζει, συνταρακτικός («συγκλονιστικές εξελίξεις»).
επίρρ...
συγκλονιστικά Ν
με συγκλονιστικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκλονίζω + κατάλ. -τικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].