συγκλονίζω

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source

Greek Monolingual

ΝΑ
κλονίζω συθέμελα, σείω, συνταράσσω
νεοελλ.
μτφ. προξενώ έντονη συγκίνηση, προξενώ βαθιά ψυχική ταραχή («τα νέα που μού είπες μέ συγκλόνισαν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κλονίζω «σείω, τραντάζω»].