συγκλονιστικός: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />αυτός που συγκλονίζει, [[συνταρακτικός]] («συγκλονιστικές εξελίξεις»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκλονιστικά</i> Ν<br />με συγκλονιστικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκλονίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τικός</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>]. | |mltxt=-ή, -ό, Ν<br />αυτός που συγκλονίζει, [[συνταρακτικός]] («συγκλονιστικές εξελίξεις»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκλονιστικά</i> Ν<br />με συγκλονιστικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκλονίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τικός</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:25, 27 September 2022
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
αυτός που συγκλονίζει, συνταρακτικός («συγκλονιστικές εξελίξεις»).
επίρρ...
συγκλονιστικά Ν
με συγκλονιστικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκλονίζω + κατάλ. -τικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].