συμβολοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sumbolofu/lac
|Beta Code=sumbolofu/lac
|Definition=[ῠ], ᾰκος, ὁ, [[keeper of receipts]], PRev.Laws 10.2, al. (iii B.C.).
|Definition=[ῠ], ᾰκος, ὁ, [[keeper of receipts]], PRev.Laws 10.2, al. (iii B.C.).
}}
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />[[φύλακας]] τών συμβόλων, αυτός που τηρούσε [[αρχείο]] τών αποδείξεων συμφωνιών, οι οποίες συντάσσονταν εις διπλούν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύμβολον]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />[[φύλακας]] τών συμβόλων, αυτός που τηρούσε [[αρχείο]] τών αποδείξεων συμφωνιών, οι οποίες συντάσσονταν εις διπλούν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύμβολον]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />[[φύλακας]] τών συμβόλων, αυτός που τηρούσε [[αρχείο]] τών αποδείξεων συμφωνιών, οι οποίες συντάσσονταν εις διπλούν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύμβολον]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβολοφύλαξ Medium diacritics: συμβολοφύλαξ Low diacritics: συμβολοφύλαξ Capitals: ΣΥΜΒΟΛΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: symbolophýlax Transliteration B: symbolophylax Transliteration C: symvolofylaks Beta Code: sumbolofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, keeper of receipts, PRev.Laws 10.2, al. (iii B.C.).

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
φύλακας τών συμβόλων, αυτός που τηρούσε αρχείο τών αποδείξεων συμφωνιών, οι οποίες συντάσσονταν εις διπλούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολον + φύλαξ.