συνέλευστος: Difference between revisions

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
(6_14)
 
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνέλευστος''': ὁ, ἡ, ὁ συνερχόμενος ἢ συνελθών, ἀλλ’ ἴδε συνελευστικὸς ἐν τέλει.
|lstext='''συνέλευστος''': ὁ, ἡ, ὁ συνερχόμενος ἢ συνελθών, ἀλλ’ ἴδε συνελευστικὸς ἐν τέλει.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br />[[συνελευστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>έλευστος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ελευσ</i>- του μέλλ. [[ἐλεύσομαι]] του ρ. [[ἐλεύθω]] «[[έρχομαι]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 19:55, 27 September 2022

Greek (Liddell-Scott)

συνέλευστος: ὁ, ἡ, ὁ συνερχόμενος ἢ συνελθών, ἀλλ’ ἴδε συνελευστικὸς ἐν τέλει.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
συνελευστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -έλευστος (< θ. ελευσ- του μέλλ. ἐλεύσομαι του ρ. ἐλεύθω «έρχομαι»)].